Ήμουν στο μπαλκόνι μου και απολάμβανα το χιονισμένο τοπίο !Πάνσοφε Δημιουργέ, πώς τα δημιούργησες όλα με τάξη !Το χιόνι είχε σκεπάσει και τον δρόμο ,κανείς δεν περνούσε .Αλλά στη στιγμή φάνηκε να κατεβαίνει ένας ,ηλικιωμένος μου φάνηκε, και σαν πλησίασε ,ναι ,ήταν ένας γεράκος με σταχτιά παλιά παπούτσια ένα ραβδί κι ένα δισάκι στον ώμο του! Έκανα να του γνέψω αλλά προχώρησε λίγα μέτρα παρακάτω ,άφησε καταμεσής στο δρόμο το ραβδί του και το δισάκι και παρατηρούσε γύρω τις καμινάδες σαν να τις έβλεπε για τελευταία φορά. Αλλά η περιέργεια που λένε ότι τις περισσότερες φορές είναι διαβολική επενέργεια, δεν με άφησε ήσυχη. Γιατί άραγε; Γιατί σκέφτηκα πως ένας τέτοιος γεράκος κυκλοφορεί εδώ κι ένα χρόνο στην πόλη με ένα ραβδί και δυο μεγάλες γεμάτες τσάντες. Είναι πολύ ήσυχος ,δεν μιλάει σε κανέναν και προπαντός δεν ενοχλεί ,ασχέτως αν κάποιοι ενοχλούνται αν τύχει και καθίσει στα σκαλιά της εισόδου του σπιτιού τους, για παράδειγμα.
Ποιος ήταν λοιπόν; Μπήκα γρήγορα ,άρπαξα τη ζακέτα μου από τον καναπέ ,έφερα και μια γύρα στο λαιμό μου ένα χοντρό σάλι και βιάστηκα να δω τι συμβαίνει, τι μου συμβαίνει μάλλον, μήπως είναι εικόνα της φαντασίας μου!
Έφτασα στο σημείο που στεκόταν και έριξα μια κλεφτή ματιά, καθώς τον προσπερνούσα. Όχι-όχι δεν ήταν ο γνωστός γεράκος ,ήταν κάποιος άλλος, μου φάνηκε κιόλας πως έμοιαζε του συγχωρεμένου του παππού μου, για να μην σας πω πως ήταν ίδιος ,σκέψη που μου προκάλεσε ρίγος .Είπα μέσα μου ,το πνεύμα του παππού για τη λειτουργιά που του πήγα στην εκκλησιά κι έγραψα το όνομά του. Τι σου είναι το μυαλό ,χίλιες στροφές κάνει στο δευτερόλεπτο σαν σκεφτείς κάτι ,σαν έρθει μπροστά σου η άγνοια και το άγνωστο και λες μήπως αυτό ,όχι, μήπως, μήπως και αγωνίζεσαι να βρεις την άκρη !
Πήγα δέκα βήματα παρακάτω κι έκανα να γυρίσω και στη στιγμή τον ακούω :πολλά βάσανα σήκωσα στις πλάτες Θεέ μου, σε παρακαλώ δώσε λίγο μυαλό ακόμη στα πλάσματά σου ,ας είσαι δοξασμένος Κύριε!
Έμεινα άφωνη ,τι μου συμβαίνει άραγε. Σ’ εμένα μιλάς παππούλη; Εκείνος έσκυψε πήρε το ραβδί και το δισάκι του κι έκανε να προχωρήσει και πάλι σταμάτησε.
-Τώρα είπα θα ανοίξουμε κουβέντα!
-Θα γυρίσει μια μέρα το καράβι .Δεν μπορεί ο άνθρωπος να βασανίζει τον άνθρωπο .
-Και το καράβι ,πού θα γυρίσει από πού έρχεται παππούλη ;
-Έρχεται σε λίγο στο λιμάνι ,το φέρνει ό νέος χρόνος ,εγώ πάνω σε τούτο το παλιό σκαρί φόρτωσα όλα τα λάθη των ανθρώπων σε τούτους τους απειθάρχητους καιρούς .Πόλεμοι, πόλεμοι, θάνατοι κι άλλοι θάνατοι ,παιδιά που πριν ζήσουν τον καιρό των τραγουδιών πεθαίνουν από το χέρι των μεγάλων .
Ταρακουνήθηκα ομολογώ, τον βρήκα βαθυστόχαστο τον γεράκο ,κάτι ήξερε ,κάπου έζησε ,σε εμπόλεμη ζώνη ,είναι πρόσφυγας που έχασε τα μυαλά του ,παρανοϊκός…τι τέλος πάντων !
Είχε ενδιαφέρον η συνομιλία κι ας έτρεμα από το κρύο!
-Ποιος είσαι αλήθεια;
-Συμφεροντολόγοι! Μέσα σε τούτον τον καιρό ,οι φλέβες μου σχεδόν έκλεισαν από τα προβλήματα. Ανάσα δεν παίρνω πια. Προχωρώ να τελειώνω και μου φαίνεται θα με προλάβει ο νέος χρόνος ,από τα φορτία του μίσους, της έχθρας ,της αποξένωσης ,από το κακό που γεννάει το ατομικό συμφέρον.
Πήγα να φωνάξω το: γέρε χρόνε φύγε τώρα πάει η δική σου η σειρά ,ήρθε ο νέος με τα δώρα …,να πω τέλος πάντων κάτι . Αλλά να, πάλι το συμφέρον πάλι για δώρα, ο νους στα δώρα ,στα υλικά αγαθά σίγουρα, όχι στις αρετές που στολίζουν ή πρέπει να στολίζουν κάθε άνθρωπο και κατάπια τη γλώσσα μου!
Μέσα στο κρύο ,στις περίεργες σκέψεις μου ,πρόλαβα να τον ακούσω: άλλος ένας χρόνος έρχεται ,γίνετε Άνθρωποι!
Τώρα κατάλαβα !Δεν ήταν ο παππούς μου αλλά το πνεύμα του Γέρου-Χρόνου!
Τι όνειρο κι αυτό μέσα στο απόγευμα!
Χρόνια Πολλά, μικρά και μεγάλα παιδιά!
Καλή Χρονιά, εν Ειρήνη!
Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Εκπαιδευτικός, συγγραφέας ,κριτικός