14 Μαΐου, 2017

Άννα Δεληγιάννη - Τσιούλπα: πονήματα για την Μάνα

Ελληνίδα Μάνα!
Μάνα  τρισέβαστη, ήρθε πάλι η ανάγκη
αδυσώπητη, επιτακτική, έσχατη
ν’ αδειάσει η μυριοπόθητη αγκαλιά σου
και να στεγνώσουν τα δάκρυα 
στα μελαγχολικά σου μάτια! 
Μάνα, ήρθαν ξανά τα πένθιμα ξενύχτια 
τ’ αποχωρισμού
κι έγινε πέτρα απελέκητη 
το μαλακό σου μαξιλάρι!

Πάλι ξετύλιξε η μοίρα το κουβάρι του πόνου
και  χάνεται ξανά ο μίτος της επιστροφής
για το παιδί σου, για τα παιδιά σου
τα κυνηγημένα  απ’ τη ζεστή φωλιά.
Μάνα ,ήρθαν ξανά  τα δίσεχτα, 
σκληρά, συφοριασμένα χρόνια
και τα χέρια σου τρεμάμενα
με δυσκολία  αποχαιρετούν
το όνειρο και την ελπίδα ,
γιατί χωρίς αυτά λες πως  δε ζεις.
Μάνα, η εποχή σου είναι μία,
χειμώνας  χωρίς αλκυονίδες,
με τον ήλιο χλωμό και το φεγγάρι αχνόφεγγο
στης νύχτας την οδύνη,
που τώρα ναι,  
για χρόνια θα ξημερώνεσαι 
στον αργαλειό σου, καρτερώντας τον ξένο
με το βλέμμα όχι στο στημόνι 
αλλά στην ανυφάντρα αράχνη
που θα συνοδεύει τις τρομερές σκοτούρες σου
στο διάβα του  χρόνου!
Ελληνίδα Μάνα,
Μάνα κουράγιο, σπρώξε την πίκρα 
σε χαμόγελο!
Ας  χτυπούν οι καμπάνες του ξενιτεμού
ένας σταυρός ,μια προσευχή ,η δική σου
ένθερμη ευχή ,
πολύτιμη παρηγοριά
για της Ελλάδας τα παιδιά,
και μέτρα μέρες αντοχής
ώσπου απ’ τη θλίψη σου να βγεις!
Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά


Στη σκιά της απουσίας.
Φωτόχαρη η λάμψη σου μητέρα 
Συφοριασμένη, ψεύτικη η ζωή
Πικρός ο θάνατος στ’ αλήθεια
Κι η απουσία σου αποδοχή.

Τα χέρια σου, φτερούγες που μας σκέπαζαν
Στις δύσκολες, στις κρίσιμες στιγμές
Τα λόγια  σου στοχαστικά ,παρήγορα
Μέχρι θανάτου θα ηχούν, σα ναναι χτες!

Τα  όνειρα που ύφανες για μας,
Στης φαντασίας το χρυσό στημόνι,
Θα το παλέψουμε να βγουν αληθινά
Είσαι μαζί μας , καλοκράτητο τιμόνι!

Η γη κι ο ουρανός είναι μια ποίμνη
Και ο Θεός Πατέρας ολωνών,
Ανώφελα  τα κλάματα κι οι θρήνοι
Η προσευχή πνοή και δύναμη θνητών!
Άννα Δεληγιάννη - Τσιουλπά

Μάνα
Μάνα! Πλάι σου και μακριά σου
κάνω χίλια όνειρα,
έτοιμος να ταξιδέψω
στα πελάγη της ομορφιάς και της αγάπης.
Μάνα! Ελπίδα μου και στήριγμα γερό!
Συνυπάρχουμε μυστικά και αδιόρατα,
για να ζούμε σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς,
σ’ αυτόν τον αδηφάγο χρόνο.
Μάνα! Υπάρχεις παντού,
γη κι ουρανός και θάλασσα,
στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων,
εκεί που γεννιέται η ζωή
καθώς τα πουλιά τιτιβίζουν την Άνοιξη.
Η αγάπη σου γεμίζει τον αγέρα,
διώχνει τα μαύρα σύννεφα,
παύει την τρικυμία.
Η αγάπη σου, γλυκιά ηλιαχτίδα σε ανίσκιωτο κάμπο,
δροσερή βροχή σε λειψόνερο καλοκαίρι!
Εσύ μου χάρισες τη ζωή, το γέλιο, την αγάπη
κι όσο θα είσαι πλάι μου 
θα πολεμάμε την αθλιότητα των ανθρώπων,
αυτών που σε στερήθηκαν, σ’ απαρνήθηκαν

σε μίσησαν ,σε πέθαναν!


Μάνα μ’ 
Όντι έφγα απ’ τ’ Σαμουθράκ’ μι ντου μπάρμπα μ’ ντου Κυργιάκ’
 κι πήγα τότι σ’ ντ’ Γιρμανία, γήμαν καμνιά δικατρία ,
σ ‘αφσα μάνα μ’, μουναχή σ’, κι έτιιμι γείπις η ψυ σ’,
τι έλα γένου τ’ αρφανό, πού να πάγου να κμοιθώ,
τι να τώωγου ,τι να γέευου ,σι πγια γλώσσα να τα λέγου,
πώς να πάγου σι γιατόο, πώς να πω ντου πιριτό,
θμούμι μάνα μ’ κι του γράμμα απ’ σ’ έστλα μι ντ’Ανιστασιά,
γήνταν Μας ,κι έλιγα ας γήμαν μνια βουλά σια ντ’ κιασιά
κι να τώωγου κιασούδγια κι οχ γουρνίτκα λουκανκούδγια
κι να τώωγου του Σαββάτου ντ’ γερμ’ ντ κουκβάλα σ’ντου σουφάα
κι ας μη γείχα μέσα σ’ τζέπιη μ’ ούτι μνια τύιπγια δικάα.
Κι πι-άσαν κια τα χόονια μι του ζορ μι του καλό,
αλλά μάνα μ’, δε σι γείδα δε σι χόρτασα ιγώ.
Σήμια ,ταχιά αα  ν’έρτου ,ντιπ ,οι μέις δεν ι σώναν
κι τα κβάργια μας καμένη μ’ δόστου γούλου κι μαζώναν.
Μάνα τι να πω η καμένους ,άφσις ανοιχτό του ματ’
κι ως του τέλους δε βαέθκις να ουουτάς  μες στς δόομ’ τς νουμάτ’:
Μη νι  γείδιτι ντου παίδου μ’ ,τ’ουρφανό μ’ ,ντου Κουσταντή
τι να γέντι  μες στα ξένα ,
αλί  σ’ντ κάθι μάνα απ’ γέννα
κι δεν έβλιπι πιδί!
Τώρα γήρτα, μ’ τι του θέλου ,γήρτα για να σι πααξβάλου
Πού ένι για η γι αγκαλούδα σ’  του κουρμούδι μ’ για να βάλου;
Μάνα μ’ ,νόμζα απ’ γήσαν νια, κι δε σ’ άγκμπιζι η χάους
κι έευτου μέδινι κι μένα παραπάν να’χου του θάους.
Δε τα υπουλόγσα όμους  γούλα, αλήθγις γι κι ψέμα,
κι χουρίς ντουουπή του λέγου , δε στιγνώνου απ’ του κλέμα.
Κι του λέγου βρε πιδγιά, τέλους δεν έχ’ η ξινιτιά!
Πείτι  πως ταχιά αα σκουθώ κι τς γουνοί μ’ αα πα’να δγιω.
Γιατί άμα δε του πείτι ότ’ γείδα ιγώ αα δγείτι.
Μακάρ να μη του λάβιτι!
Κουσταντής