Ο μονόλογος του Κώστα!
Δε θέλω φως, θα ανάψω δυο κεριά ,είναι παράξενη η βραδιά
Μια κούραση βαραίνει το κορμί μου
Κλείνουν τα μάτια μου, και η υπομονή μου, χάθηκε τούτο το βράδυ.
Καληνύχτα!
Τόσα χρόνια μάζευα λεφτά. Τα λεφτά ήταν η εμμονή μου. Λεφτά για μένα, για το σπίτι ,για τα παιδιά .Υπηρέτης των τραπεζών ή καλύτερα συνεργάτης. Αισθάνθηκα ωραία στον πληθυντικό του διευθυντή: «ελάτε, καθίστε να σας παραγγείλω έναν καφέ». Δεν τον ήθελα, είχα πιει στις έξι με την Ελένη .Κάποιες φορές πίναμε παρέα ,όταν ο ύπνος περίσσευε στα βλέφαρά μου !
«Ναι-ναι είναι και η ώρα του καφέ», αποκρίθηκα.
Ξαγρυπνούσα, γράφοντας και υπολογίζοντας! Ξαγρυπνούσα ,ώσπου να τα ταιριάξω κατά τις επιθυμίες μου.
Τόσα κλειστά, τόσα ανοιχτά. Ένα βιβλιάριο με κοινό λογαριασμό, φανερό, κι άλλο με τ’ όνομά μου μόνο ,το κρυφό .Έλεγε η θεία μου όταν χώρισε: «καλά που είχα και πέντε φράγκα στην άκρη, κρυφά απ’ τον προκομμένο και μπορώ και ζω.»
Να σας πω, η Ελένη, δεν μου έδειχνε σημάδια εγκατάλειψης της οικογενειακής εστίας ,αλλά να που συμβαίνουν! Συμβαίνουν και με τρελαίνουν. Χρόνια τώρα βασανίζομαι με τους λογαριασμούς. Αφήστε που η κόρη μου ,θέλοντας να αποσπάσει την προσοχή μου με ρώτησε : «τι ήσουν στην προηγούμενη ζωή!» Εγώ γέλασα ,αλλά όταν μου είπε «τραπεζίτης», ναι μεν συνέχισα να γελάω, αλλά ένιωθα το στομάχι μου να γίνεται κουβάρι, τα έντερά μου να γυρίζουν σε κοκορέτσι και να πονάνε ,το κεφάλι μου σα να είχε επηρεαστεί από δέκα μπύρες.
Λαθεμένες ενέργειες, που μου έφαγαν χρόνο από τη ζωή, που είναι ωραία, αν την υπολογίζεις!
Δώδεκα χρόνια μάζευα ,μάζευα για να ζήσω καλά, να μπορώ να πάω σε έναν γιατρό ,να αποκαταστήσω τα παιδιά μου.
«Έχεις περίεργες ιδέες» μου είπε κάποια μέρα η Ελένη και μ’ έβαλε σε σκέψη. Πώς με έβλεπε άραγε! Δεν το έμαθα ποτέ. Κι εκείνη «έφυγε» χωρίς να καταλάβω την τραγικότητα της κατάστασης, γιατί μόλις είχα παντρέψει την κόρη μου και είχα ξοδέψει αρκετά από τα μαζεμένα.
Χανόμουν στην προσδοκία του αύριο! Χανόμουν στα δικά μου τρελά ενδιαφέροντα. Να αγοράσω κι ένα οικόπεδο, να πάρω κι ένα διαμέρισμα σε κεντρική ζώνη! Η αγάπη, η ευτυχία ,ο γάμος μου, όλα σε δεύτερη μοίρα!
Ένα πρωί ξύπνησα .Ένα βροχερό φθινόπωρο. Ξύπνησα, όταν άκουσα ότι πάμε σε πτώχευση. Μελλοντική, μόνιμη φθορά, πόσα χρόνια θα ζήσω; Πρώτη φορά πέρασαν δυο βδομάδες χωρίς οικονομικές σκοτούρες, αφού μας λογάριαζαν άλλοι. Την τρίτη βδομάδα άρχισαν να βάζουν χέρι στους λογαριασμούς !
«Δεν υπάρχει μέλλον, δεν υπάρχει αύριο» σκέφτηκα. Ευτυχώς!
Η επίσκεψή μου στις τράπεζες, έφερε αναστάτωση, ποιο γέλιο ,ποιοι καφέδες!
« Μα γιατί να τα σηκώσετε όλα ,δεν υπάρχει πρόβλημα».
Εγώ άκουσα για μια φορά την καρδιά μου.
Τα σήκωσα, τα μοίρασα στα παιδιά μου και κράτησα για τον εαυτό μου κάτι λίγα. Πρώτη φορά ένιωσα άνθρωπος! Πρώτη φορά δαγκώθηκα για να μην κλάψω από χαρά ,για την επιτέλους, σωστή ενέργεια. Και είδα τα μάτια της να με κοιτάνε απορημένα, τη σκιά της μπροστά μου, να με ελέγχει. Έβαλα μυαλό, ευτυχώς !
Σήμερα, με τη νέα σύντροφό μου Ζωή ,κοιτάζω τη ζωή ,τη γη, τον ουρανό, τον Άι Νικόλα! Σήκωσα το κεφάλι μου καθώς πήγαινα να του ανάψω ένα κερί και διάβασα -πρώτη φορά-τι γράφει στο υπέρθυρο. Σήμερα ,πρόσεξα το απομεινάρι της σελήνης στον ουρανό της μέρας! Σήμερα έχει γεύση ο καφές, και το νερό, είναι πιο γευστικό, πιο δροσερό πιο εύπεπτο. Ούτε το νερό κατάπινα ευχάριστα από το χρόνιο άγχος μου.
Σήμερα ναι, είμαι ο Κώστας Ευγενίδης του Παύλου και της Ερμιόνης!
Σκέψου ,εσύ ποιος πραγματικά είσαι;
Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Εκπαιδευτικός ,συγγραφέας, κριτικός