Κάποτε ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσῃ ἕνα μεγάλο πειρασμό. Ὑπῆρξαν τὸν ὄγδοο αἰῶνα κάποιοι χριστιανοί, ποὺ ὑποστήριζαν πὼς εἶναι μὲν βλασφημία νὰ ἀπεικονίζεται τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀνεικόνιστος, ἀσχημάτιστος, ἀόρατος Θεός, ἀλλὰ καὶ πὼς εἶναι εἰδωλολατρία ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων. Σὲ αὐτὴν τὴν πλάνη ὡδηγήθηκαν ἀπὸ παρερμηνεῖες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀπὸ τὴν λανθασμένη ἐντύπωση γιὰ τὴν ἀξία τῶν εἰκονιζομένων προσώπων, ἀπὸ πολιτικὰ συμφέροντα, ἀπὸ τὴν ἐπιῤῥοὴ τῆς ἑβραϊκῆς καὶ μουσουλμανικῆς θρησκείας ποὺ ἀπαγόρευαν τὴν ἀπεικόνιση καὶ ἀρνοῦνταν τὴν ὕπαρξη ἁγίων καὶ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν παράχρηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐκ μέρους ἀκραίων εἰκονολατρῶν.
Ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὸν μεγάλο ἀγῶνα τῶν ἁγίων πατέρων της καθώρισε τὸ 787 μὲ τὴν ἕβδομη οἰκουμενικὴ σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ ὀρθόδοξο δόγμα, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιτρέπεται ἡ ἀπεικόνιση τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴν ποὺ εἶδαν καὶ ψηλάφισαν οἱ Ἀπόστολοι, καὶ ἡ ἀπεικόνιση τῶν ἁγίων, ποὺ πρεσβεύουν γιὰ τοὺς ζῶντες καὶ ὡς καλοὶ φίλοι τοῦ Θεοῦ συνδράμουν στὴν ἀνθρώπινη παράκληση καὶ ἀνταποκρίνονται στὶς προσευχὲς τῶν πιστῶν.
Τὸ ὀρθόδοξο δόγμα κάνει σαφῆ διάκριση ἀνάμεσα στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ ὡς Κτίστου καὶ Δημιουργοῦ καὶ στὴ χρήση τῆς ὕλης τῆς εἰκόνας ὡς κτίσης. Λατρεύουμε τὸν Θεὸ καὶ προσκυνοῦμε στὴν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὄχι τὸ ξύλο καὶ τὴν μπογιά, ἀλλὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου καὶ τὴν ὕλη ποὺ προσέλαβε Ἐκεῖνος, τὸ Πανάγιο Σῶμα Του, μὲ τὸ ὁποῖο ἔσωσε τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς εἰκόνες τῶν ἁγίων, διὰ τῆς προσκυνήσεως τῶν ὁποίων τιμοῦμε τοὺς ἁγίους, τοὺς σεβόμαστε καὶ τοὺς δείχνουμε τὴν ἀγάπη μας, ὅπως μία μητέρα ἀσπάζεται τὴν φωτογραφία τοῦ παιδιοῦ τῆς ποὺ βρίσκεται μακρυά.
Δυστυχῶς ὑπάρχουν πάντοτε ἐκεῖνοι ποὺ ἀποροῦν καὶ ἀγανακτοῦν μὲ τὴν συῤῥοὴ πιστῶν σὲ Ναούς, προκειμένου νὰ προσκυνήσουν μία εἰκόνα. Εὐτυχῶς ὅμως ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκουν σὲ μία εἰκόνα τὴν χαμένη ἐλπίδα, τὴν ἀναμονὴ τοῦ θαύματος, τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἐσωτερικῆς τους πίστης.
Οἱ εἰκόνες, ἀδελφοί μου, δὲν εἶναι καινοτομία στὸν χῶρο τὸν ἐκκλησιαστικό. Εἶναι ἀρχαία παράδοση ἡ ἀπεικόνιση τῶν ἁγίων μαρτύρων στὶς κατακόμβες καὶ στοὺς τόπους τοῦ μαρτυρίου. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μάλιστα, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ ἰατρὸς ἦταν καὶ ζωγράφος, ἁγιογράφησε τὸ γλυκύτατο πρόσωπο τῆς Παναγίας μας σὲ διάφορα ἀντίγραφα. Ἀλλὰ καὶ τὸ Πανάγιο πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας, εἴτε αὐτούσιο, εἴτε διὰ συμβολισμοῦ, ἀπεικονιζόταν ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἔγινε κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση Του ὁρατός, ἔγινε ὑλικός, περιγραπτός, κι ἑπομένως δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα στὴν ἀπεινόνισή του ὡς ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος.
Ὅταν προσκυνοῦμε μία εἰκόνα, δὲν προσκυνοῦμε τὴν ὕλη της, τὸ ξύλο, τὸ μέταλλο, τὸ χαρτί, ἀλλὰ τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Ἑπομένως πρέπει καὶ νὰ καταλάβουμε πὼς τὸ θαῦμα δὲν τὸ ἐπιτελεῖ ἡ εἰκόνα ὡς ἀντικείμενο, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα ὡς πρόσωπο, τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Κατὰ τὴν ἔννοια αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν θαυματουργὲς καὶ μὴ θαυματουργὲς εἰκόνες, ἀλλὰ μόνον θαυματουργοὶ ἅγιοι ποὺ ἀνταποκρίνονται στὴν διὰ προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων τους παράκληση τῶν πιστῶν.
Τὸ νὰ προσκυνᾷ ἑπομένως κάποιος πιστὸς μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας ὡς περισσότερο θαυματουργῆ ἀπὸ μία ἄλλη σημαίνει πὼς τοῦτος δὲν εχει ξεφύγει ἀπὸ τὴν σφαῖρα τῆς εἰδωλολατρίας, ἔχοντας διαστρεβλωμένη ἀντίληψη. Ἢ τὸ νὰ φέρνῃ κάποια εἰκόνα στὸ Ναό, γιὰ νὰ «σαραντίσῃ», ὅπως λέγεται, ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν εἰκόνα ὡς εἰκονιζόμενο πρόσωπο, ἀλλὰ ὡς ἀντικείμενο, ποὺ θὰ ἀποκτήσῃ μὲ τὸν «σαραντισμό» θαυματουργικὲς ἢ μαγικὲς ἱκανότητες.
Ἡ ὀρθόδοξη εὐσέβεια ἔχει ὅρια, ποὺ ἂν κάποιος τὰ ὑπερβῇ εἴτε ἀπὸ τὴ μιά, εἴτε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, τραυματίζει τὴν ἰδιότητα τοῦ ὀρθοδόξου καὶ περνᾶ στὴν μεριὰ τῆς ἀσεβείας. Αὐτὸ ἔπαθαν καὶ οἱ εἰκονομάχοι, ποὺ ποδοπατοῦσαν καὶ κατέστρεφαν τὶς εἰκόνες τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀκραῖοι εἰκονολάτρες, ποὺ ἔριχναν ξύσματα ἀπὸ εἰκόνες μέσα στὴ Θεία Κοινωνία.
Ἡ τιμὴ τῶν ἁγίων μέσα ἀπὸ τὸν ἀσπασμὸ τῶν ἱερῶν τους εἰκονισμάτων, τὴν προσκύνηση τῶν ἱερῶν λειψάνων τους καὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος μας, ἡ λατρεία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, ἂς γίνεται μὲ εὐλάβεια καὶ συστολή. Δὲν παίζουμε μὲ τὰ ἅγια καὶ ἱερὰ τῆς πίστεώς μας. Αὐτὰ κράτησαν τὴν Ὀρθοδοξία μας, τὴν μόνη ἀληθινὴ πίστη ποὺ μπορεῖ νὰ σώσῃ τὸν κόσμο.
π. Στυλιανός Μακρής