Σχέδιο για έµµεσες και ενδεχοµένως και άµεσες µειώσεις στα συµβόλαια των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, αλλά και αύξηση -µέχρι διπλασιασµού- των προσφερόµενων δεδοµένων ανά πακέτο σύνδεσης βρίσκεται σε επεξεργασία και αναµένεται να ανακοινωθεί το πρώτο δεκαήµερο του ∆εκεµβρίου, ύστερα και από τη σαφή παραίνεση τόσο του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, όσο και του αρµόδιου υπουργού Ψηφιακής ∆ιακυβέρνησης, Κυριάκου Πιερρακάκη, προς τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους να µειώσουν τις υψηλές χρεώσεις δεδοµένων.
Οι συζητήσεις είναι πλέον σε πολύ προχωρηµένο στάδιο και εντός των προσεχών ηµερών, όπως ανακοίνωσε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, θα γίνουν οι σχετικές ανακοινώσεις για τη δέσµευση των εταιρειών στον εξορθολογισµό των τιµολογίων προς τα κάτω.
Βεβαίως, όπως επισηµαίνουν στο «Εθνος της Κυριακής» όλα τα εµπλεκόµενα µέρη, είναι αδύνατον η κίνηση αυτή να αφορά σε µια οριζόντια µείωση, ίδια για κάθε πάροχο, δεδοµένου ότι πρόκειται για µια αυτορρυθµιζόµενη ελεύθερη αγορά, ενώ υπάρχει και το κρίσιµο ζήτηµα του ανταγωνισµού µεταξύ των εταιρειών και το «αγκάθι» της υπερφορολόγησης του κλάδου.
Ωστόσο, θα αποτελέσει σηµαντική ανάσα, που είτε θα µειώνει το τελικό ποσό που πληρώνουν οι συνδροµητές κινητής τηλεφωνίας κάθε µήνα, είτε θα πολλαπλασιάζει τις παρεχόµενες υπηρεσίες και κυρίως τη χρήση δεδοµένων µε την ίδια χρέωση. Αυτό συνεπάγεται µια έµµεση µείωση στα συµβόλαια, δεδοµένου ότι οι καταναλωτές θα καλύπτονται από χαµηλότερα σε τιµή συµβόλαια τα οποία αναµένεται να προσφέρουν περισσότερα δεδοµένα (data).
Σε κάθε περίπτωση, είναι βέβαιο ότι θα αναπροσαρµοστεί η εµπορική πολιτική των εταιρειών, καθώς ο σχεδιαζόµενος διπλασιασµός των παρεχόµενων δεδοµένων, ακόµα κι αν αποφασιστεί να ακολουθηθεί αρχικά από έναν και µόνο πάροχο που θα πάρει την απόφαση να «θυσιάσει» τµήµα του µέσου εσόδου του ανά χρήστη, αναγκαστικά θα συµπαρασύρει και τους υπόλοιπους για λόγους ανταγωνισµού. Αυτό που θεωρείται σίγουρο, όπως ξεκαθαρίζεται από αρµόδια χείλη, είναι ότι οι αλλαγές αναµένεται να ισχύσουν τόσο σε παλαιά όσο και σε νέα συµβόλαια.
Πιέσεις
Για να επιτευχθεί αυτό, οι σχετικές συστάσεις από το υπουργείο ασκούνται εδώ και µήνες στον κλάδο, ο οποίος µε τη σειρά του εκφράζει διαχρονικά παράπονα για την υπερφορολόγηση των υπηρεσιών του, που αποδεδειγµένα είναι από τις υψηλότερες διεθνώς, φτάνοντας έως και το 49% της συνολικής επιβάρυνσης ανάλογα µε την κατανάλωση και επηρεάζοντας σηµαντικά τη ζήτηση δεδοµένου ότι «τιµωρεί» τη µεγαλύτερη χρήση.
Αν και τα ζητήµατα µείωσης της υψηλής φορολογίας στην κινητή τηλεφωνία δεν λύθηκαν µε το φορολογικό νοµοσχέδιο, η κυβέρνηση «ακούει» το αίτηµα, µε τον κ. Πιερρακάκη να παραδέχεται σε πρόσφατη τοποθέτησή του ότι πράγµατι οι φόροι είναι υψηλοί και ότι παρόλο που δεν είναι αρµόδιος για συγκεκριµένες ανακοινώσεις και χρονοδιαγράµµατα, το ζήτηµα έχει ήδη εξεταστεί και έχει γίνει αντιληπτό από την κυβέρνηση: «Οσο βελτιώνεται η οικονοµική κατάσταση, όσο δηµιουργείται δηµοσιονοµικό µαξιλάρι, τόσο περισσότερο αποκλιµακώνουµε τους φόρους εκεί που µπορούµε, σε συνάρτηση µε τις προεκλογικές µας δεσµεύσεις». Αυτό βεβαίως δεν θεωρείται τόσο απλό, δεδοµένου ότι ενδεχόµενη ελάφρυνση των φόρων θα χρειαστεί κατά πάσα πιθανότητα να ισοσκελιστεί από αντισταθµιστικά µέτρα, καθώς η ετήσια φορολόγηση του κλάδου αποτελεί σηµαντική ένεση στα δηµόσια ταµεία. Την ίδια στιγµή ο κλάδος φαίνεται να «ανακουφίστηκε» αρκετά µε την ταχεία ψήφιση των διατάξεων για την απλοποίηση και επιτάχυνση της αδειοδότησης των κεραιοσυστηµάτων.
Αυτό φαίνεται ότι αποτέλεσε και έναν από τους βασικούς µοχλούς πίεσης προς τις εταιρείες κινητής ώστε να εξετάσουν τον επανακαθορισµό των τιµολογίων προς τα κάτω. Παράλληλα υπήρξε και η δέσµευση του υπουργού ότι θα πιέσει για αλλαγή της µεθοδολογίας σύγκρισης στοιχείων την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έως ένα σηµείο θα αλλάξει και τον βαθµό αρνητικής κατάταξης της Ελλάδας. Και αυτό γιατί, παρά το ότι η Ελλάδα παραµένει αδιαµφισβήτητα ακριβότερη από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες όσον αφορά τη χρέωση των δεδοµένων, αλλά και από τις πιο αργές σε ταχύτητες σύνδεσης, οι σχετικές συγκρίσεις της Επιτροπής δεν ανταποκρίνονται ακριβώς στην πραγµατικότητα.
Αιτία είναι το γεγονός ότι στην περίπτωση της χώρας µας τα στοιχεία για τις χρεώσεις λαµβάνονται από τους επίσηµους τιµοκαταλόγους των εταιρειών, µε τη διαφορά ότι οι συνδροµητές τελικώς πληρώνουν χαµηλότερα ποσά, αφού στις ανανεώσεις συµβολαίων γίνονται περαιτέρω εκπτώσεις. Την ίδια στιγµή, τα στοιχεία αυτά δεν συνυπολογίζουν τις προσφορές που γίνονται από όλες τις εταιρείες, µε δωρεάν δεδοµένα σε εορταστικές περιόδους, Σαββατοκύριακα κ.λπ., αλλά και τις χαµηλότερες πάγιες χρεώσεις που προσφέρουν ορισµένοι πάροχοι για απεριόριστα δεδοµένα, π.χ., τους καλοκαιρινούς µήνες.
Να σηµειωθεί επίσης ότι το τελευταίο διάστηµα πολλοί συνδροµητές λαµβάνουν ενηµερώσεις για αύξηση των διαθέσιµων δεδοµένων προς κατανάλωση µέσα στο υπάρχον πακέτο που έχουν συµφωνήσει.
Παρ’ όλα αυτά, το αίτηµα για µείωση των χρεώσεων παραµένει. «Οι τιµές στα δεδοµένα πρέπει να πέσουν, γιατί είναι ζήτηµα δηµοκρατίας, πρόσβασης και επιτάχυνσης της πορείας της χώρας» σηµειώνει ο υπουργός Ψηφιακής ∆ιακυβέρνησης, ξεκαθαρίζοντας, πάντως, πως «προφανώς εµείς δεν θα κάνουµε τιµολογιακή πολιτική στους παρόχους, τους οποίους αντιλαµβανόµαστε ως αρωγούς στη µετατόπιση της θέσης της χώρας ποιοτικά».
Από την πλευρά τους, και οι επικεφαλής των εταιρειών αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόµενο µείωσης των τιµών. Ηδη ο πρόεδρος και διευθύνων σύµβουλος του ΟΤΕ, Μιχάλης Τσαµάζ, σε τοποθέτησή του στο συνέδριο Infocom σηµείωσε πως «από τη στιγµή που έρχεται η πολιτεία µε τέτοιο αίτηµα που λέει “να συµβάλετε και εσείς”, το λαµβάνουµε υπόψη, συζητάµε µε τον υπουργό, ακούσαµε τις επιθυµίες του πρωθυπουργού και σχεδιάζουµε ανάλογες ενέργειες».
Η θέση της Ελλάδας
Οι υψηλές χρεώσεις στην Ελλάδα αποτυπώνονται και στη µελέτη που παρουσίασε το ΙΟΒΕ την περασµένη εβδοµάδα και η οποία διενεργήθηκε για λογαριασµό της Ενωσης Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας (ΕΕΚΤ). Σύµφωνα µε τη µελέτη, η χώρα µας κατατάσσεται ως η 10η πιο φτηνή ανάµεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις προ φόρων χρεώσεις, αλλά µετά τον συνυπολογισµό των φόρων «σκαρφαλώνει» αυτόµατα στην 6η πιο ακριβή θέση της Ευρώπης.
Σύµφωνα µε τους ερευνητές, βασική αιτία είναι η υψηλή φορολογία. Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη συνολική φορολόγηση υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας στην ΕΕ, µε τις αθροιστικές επιβαρύνσεις να κυµαίνονται µεταξύ 39% και 49% της τελικής επιβάρυνσης. Η πρακτική φορολόγησης των υπηρεσιών κινητών επικοινωνιών δεν συναντάται σε άλλες χώρες της ΕΕ, µε εξαίρεση την Ουγγαρία και µερικώς τη Μάλτα.
Υπογραµµίζεται επίσης ότι µείωση ή κατάργηση του ειδικού τέλους στις κινητές επικοινωνίες θα οδηγούσε σε µείωση του κόστους σύνδεσης. Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα της ανάλυσης του ΙΟΒΕ, η χρήση δεδοµένων από κινητές επικοινωνίες έχει στατιστικά σηµαντική και αρνητική συσχέτιση µε την τιµή για τη συγκεκριµένη υπηρεσία. Ταυτόχρονα, βάσει του µετριοπαθούς σεναρίου που εξέτασαν οι µελετητές, εκτιµάται ότι το όφελος για την ελληνική οικονοµία, σε όρους ΑΕΠ, από ενδεχόµενο διπλασιασµό της κατανάλωσης δεδοµένων, από το επίπεδο που βρίσκεται σήµερα, µπορεί να φτάσει έως και τα 2,6 δισ. ευρώ ή να συµβάλει 1,4% στο ΑΕΠ.
Αποζηµιώσεις για µειωµένες ταχύτητες σύνδεσης
Το ύψος των χρεώσεων δεν είναι το µοναδικό παράπονο των συνδροµητών, πολλοί εκ των οποίων σπανιότατα καταφέρνουν να «πιάσουν» τις ταχύτητες σύνδεσης -κυρίως από σταθερά δίκτυα- τις οποίες έχουν συµφωνήσει µε τους παρόχους τους, δεδοµένου ότι εξακολουθούν να καταγράφονται σηµαντικές αποκλίσεις µεταξύ των ονοµαστικών και των πραγµατικών ταχυτήτων. Σύµφωνα µε την Εκθεση Ανοιχτού ∆ιαδικτύου 2018-2019, το Ιντερνετ στη χώρα µας εξακολουθεί να κινείται αργά, µε τη µέση ταχύτητα να κυµαίνεται περίπου στο 40% της προσφερόµενης ονοµαστικής ταχύτητας λήψης και στο 72% της ονοµαστικής ταχύτητας αποστολής δεδοµένων.
Γι’ αυτό και η ΕΕΤΤ εξέδωσε οδηγία προς τους παρόχους, η οποία, µεταξύ άλλων, ορίζει πως η εγγύηση ταχύτητας πρέπει να προσφέρεται σε όλους τους συνδροµητές, ενώ οι όροι παροχής και χρήσης πρέπει να περιλαµβάνουν την εγγυηµένη απόδοση της ταχύτητας, τις αποζηµιώσεις που λαµβάνει ο συνδροµητής σε περίπτωση αποκλίσεων από την εγγυηµένη ταχύτητα αλλά και τη διαδικασία ελέγχου από τον συνδροµητή. Η οδηγία, µάλιστα, δίνει προθεσµία τριάντα ηµερών στους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο ∆ιαδίκτυο που ήδη προσφέρουν προγράµµατα µε εγγύηση ταχύτητας να συµµορφωθούν.