Η μπαρμπα- Μανώλς ,γήθιλι να παίξ' λαγούτου να ντουν ακούσ' γιένας ξινκός ,γιατί ντου γείπι:παίζεις καλό λαούτο;
-παίζου γιαα,να παίξου να μ'ακούισ';Κι πήει του όργανου ,μου γήθιλι κι του φτιό ,πού πήγι ,δε τόβιισκι.
Λαλεί:Σταατγού ,να μην ι γείδις του φτιό τ' κόοκα;
-Ε,μωρ'παλαβώθκις ,τι του θέλου ιγώ του φτιό;
Η γι'άθιιπους ντουν ουουτά:τι ψάχνεις,άιντε παίξε.
-Κάλα μι τιτί να παίξου μι τα δαχτύλια!
Σκώντι ,πάει μέσα σ΄ντ γουνιά γείχι η Σταατγού διμένα φτιά απ' ντου πιτνό κι σκούπζι ντ'αχ'λιά .Του χάλασι κι τάαβξι γιένα κι ξίφκι να παίξ'.
-Τόση ώρα γι'αυτό περιμένω;
-Ε,ναι δε σι γείπα κι αρχίνιψι του παίξ'μου.
-έβγαλε από την τσέπη του και του έδωσε μια ειδική πένα και του είπε ;να ,με τι θα παίζεις τώρα ,δε θα κυνηγάς τον κόρακα να του πάρεις τα φτερά.
Κι δουκίμασι ικιός να παίξ΄μουου,σα μάθς στου παλιό δε του θέλς του κινούργιου ,σι χαλνά.
Έτς ακούμπσι ντ πένα σ'ντου τζιαμουντόλαπου κι όπ' έβιισκι κόοκα έβγαζι του καλύτιοι φτι-ό κι του γείχι κατάμ'.
Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά