15 Μαρτίου, 2021

Μαρία Βερβέρη Κράουζε: οι 5 Άγιοί (Νεομάρτυρες) μας ομολόγησαν την Χριστιανική τους Πίστη, Καθαρά Δευτέρα 1835

Αγαπητέ Ειρηναίε. Σου στέλνω σήμερα το πιο κάτω, διότι οι 5 Άγιοί μας ομολόγησαν την Χριστιανική τους Πίστη, Καθαρά Δευτέρα 1835. Σχετικό θα βρεις στο κείμενό μου. Αν το αναρτήσεις επεσήμανε αυτή την λεπτομέρεια, της Καθαράς Δευτέρας, για να δικαιολογήσεις το λόγο που το αναρτείς τώρα.

Μαρία Βερβέρη Κράουζε

Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης

«Σταυρινός»* -
Σεπτέμβριοςς 1949.
Άνοιξαν τα σχολεία και εγώ ήμουν μαθήτρια της 1ης Δημοτικού!
Γνώριζα όλες τις δασκάλες και τον Διευθυντή του σχολείου, γιατί ήταν ο ιερέας μας.
Στο σπίτι μας είχαμε δύο μεγάλους πίνακες ζωγραφικής, γι ´αυτό σε όποιο σπίτι πήγαινα το μάτι μου έπεφτε πρώτα στα κάδρα.
Έτσι την πρώτη μέρα στο σχολείο, πρόσεξα το μεγάλο κάδρο που υπήρχε στον διάδρομο!
Είχε άνδρες με τουφέκια, σπαθιά, σκοτωμένα μικρά παιδιά, γυναίκες, άλογα, καπνούς και κάτω από την ανατριχιαστική αυτή εικόνα έγραφε:
Επανάσταση του 1821
Το μεσημέρι σχολάσαμε. Εγώ με την πάνινη σχολική μου τσάντα στο χέρι και την εικόνα του κάδρου στο μυαλό μου, πήγα «κατευθείαν» στην γιαγιά μου.
Το χαμόγελο της και το «καλώς την, την Μαιρούλα», ήταν το λιμάνι μου.
Άνοιξα την εξώπορτα της και χωρίς να χαιρετήσω την ρώτησα:
Γιαγιά, τί είναι Επανάσταση του 1821;
Κατάλαβα, είπε. Είδες το κάδρο.
Την ίδια ερώτηση έκανε και η μητέρα σου όταν πρώτο πήγε στο σχολείο. Από το 1909 που έγινε το κτίριο και στεγάστηκε η Αστική Σχολή αυτό, βρίσκεται στην ίδια θέση.
Η γιαγιά μου έφερε δύο σκαμνάκια στο «αξαύλιο» - μπαλκόνι και καθίσαμε αντικριστά. Ήταν, βλέπεις ο Σταυρινός ζεστός μήνας. Πήρε τα χέρια μου μέσα στις παλάμες της και έβγαλε βαθύ- βαθύ αναστεναγμό.
Μου άρεσαν τα παραμύθια της. Ταξίδευα ακούγοντάς τα.
Αυτή τη φορά η γιαγιά μου, είπε:
Μαιρούλα, όσα θα σου πω τώρα δεν είναι παραμύθι. Είναι αληθινά γεγονότα. Έγιναν το 1821 και τα έζησαν οι γιαγιάδες μου, οι παππούδες μου και όλοι οι Σαμοθρακίτες.
Στο σχολείο θα μάθεις, για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων εναντίων των Οθωμανών.
Από μένα θα ακούσεις μόνο αυτά που «έπαθαν» οι συμπατριώτες μας. Τα άκουσα όταν ήμουν μικρή και από τότε φυτεύτηκαν στην καρδιά μου. Όταν άκουγα το θρόϊσμα των φύλλων νόμιζα πως ήταν κραυγές των ψυχών των ανθρώπων μας. Μέχρι τώρα νιώθω αγανάκτηση, αλλά και περηφάνεια, για την γενναιότητα ανδρών και γυναικών.
Ο γενναίος παιδί μου έχει Ψυχή!
Οι άνθρωποι του νησιού μας ήταν ΓΕΝΝΑΙΟΙ !
Τα πουλιά ήταν ελεύθερα.
Ο φλοίσβος και η αύρα ανεμπόδιστα χάϊδευαν την ακρογιαλιά.
Η Άνοιξη έρχονταν κάθε χρόνο και στόλιζε την Σαμοθράκη. Μόνο οι άνθρωποι δεν ήταν ελεύθεροι.
Έτσι άρχισε η γιαγιά μου την αφήγησή της:
Από το 1479 το νησί μας ήταν σκλαβωμένο.
Ξέρεις τί σημαίνει σκλαβιά;
«Σου στερούν τον αέρα. Δεν έχεις το δικαίωμα ούτε αναπνέεις».
Οι Σαμοθρακίτες ήλπιζαν πως μια μέρα θα έρχονταν η ΛΕΥΤΕΡΙΑ. Αυτή την Ελπίδα την μετέδιδαν στα παιδιά τους. Οι μεγάλοι μάθαιναν συα παιδιά γράμματα και όχι μόνον.
Τα μιλούσαν, για την θρησκεία, για τους αρχαίους Έλληνες. Τα μάθαιναν παραδοσιακά τραγούδια και χορούς.
Οι γυναίκες στα εργόχειρα τους, κεντούσαν συνθήματα και ευχές. Τα μετέδιδαν με αυτό τον τρόπο, χωρίς να τα παίρνουν είδηση οι κατακτητές.
Αυτό γίνονταν πριν την επανάσταση, αλλά και μετά, μέχρι το 1912 που ελευθερώθηκε η Σαμοθράκη.
Στο μουσείο Μπενάκη εκτίθεται ένα εργόχειρο του 1884 της Ειρήνης Χατζούδας - Αναστασιάδη.
Σ’ αυτό είναι κεντημένη δύο φορές η αλφάβητος. Στη μία είναι η ορθή γραφή και στην άλλη, η αλβάβητος είναι με καλλιγραφικά γράμματα.
Μ´ αυτόν τον τρόπο η Χατζούδα δίδαξε και την καλλιγραφία.
Ανάμεσα στα ξόμπλια κέντησε τα αρχικά:
Χ Ρ Χ Α - Χαρείτε Ρωμιοί Χριστού Ανάσταση.
Κρυφή η ελπίδα της ανάστασης του γένους.
Εργόχειρο Χατζούδας γιαγιάς Μίμη Αναστασιάδη οφθαλμίατρου

Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ της πατρίδας!
Πρόκριτους Σαμοθρακίτες, που ταξίδευαν στην Κωνσταντινούπολη, για εμπορικούς σκοπούς, τους μυήσαν στην Φιλική Εταιρεία. Άλλους μύησε και ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Κωνστάντιος. Απόδειξη της μύησης, ήταν οι μαρμάρινες πλάκες με το έμβλημα της Φιλικής Εταιρείας, που βρέθηκαν σε δύο σπίτια της Χώρας.
Οι διψασμένες, για ελευθερία ψυχές των Σαμοθρακιτών, έμοιαζαν με υφαίστιο που σιγοέκαιγε. Ήταν έτοιμο να εκραγεί.
Σαν δροσερό αεράκι ήρθε η είδηση του ξεσηκωμού των Ελλήνων εναντίων των Οθωμανών.
Η γιαγιά μου όλη την ώρα που μιλούσε έσφυγγε τις παλάμες της. Μαζί έσφιγγε και τα χέρια μου.
Μόλις όμως είπε, για τον «ξεσηκωμό» οι παλάμες της ξέσφυξαν.
Άφησε τα χέρια μου, έφτιαξε τον κότσο της και συνέχισε την αφήγηση. Τώρα όμως είχε αλλάξει ο τόνος της φωνής της. Έγινε πιο ζωντανός!
Οι Σαμοθρακίτες βγήκαν από το κουκούλι τους...
Μάζεψαν όλα τα όπλα, που είχαν φυλαγμένα. Άρχισαν νέοι και μεσήλικες να ασκούνται στην σκοποβολή.
Σχεδίασαν και ενημέρωσαν τα γυναικόπαιδα, που θα κρυφτούν αν θα χρειάζονταν.
«Ζύγισαν τις απώλειες με την ελευθερία και η ελευθερία βάραινε περισσότερο
Οι άνδρες άφησαν τις ασχολίες τους και αφοσιώθηκαν στις προετοιμασίες του αγώνα.
Οι γυναίκες τα ανάλαβαν όλα. Χωράφια, αιγοπρόβατα, μεγάλωμα παιδιών, φροντίδα ηλικιωμένων και σόδειασαν** τα σπίτια τους με τυριά, μυζήθρες, όσπρια, αλεύρι, χυλόπιτες, παξιμάδια, ξερά σύκα, δαμάσκηνα και μέλι.
Οι αφανείς ηρωίδες, οι γυναίκες, γέμισαν τα σπίτια τους με τρόφιμα, για τον χειμώνα.
Η είδηση πως η Πελοπόννησος είχε ήδη ξεσηκωθεί βρήκε τους Σαμοθρακίτες έτοιμους.
Δέκα εννιά (19) του Απρίλη 1821, ύψωσαν το ανάστημα τους και δήλωσαν στον Τούρκο Διοικητή του νησιού:
Είμαστε πλέον ελεύθεροι Έλληνες και δεν θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε φόρους στον Σουλτάνο.
Η Οθωμανική κυβέρνηση ενημερώθηκε, για την στάση των 5.500 - 6.000 κατοίκων της Σαμοθράκης.
Οι Σαμοθρακίτες περίμεναν το ξέσπασμα των Τούρκων, το οποίο δεν άργησε να τους βρει.
Πρωτοσταυρινιά-
1η Σεπτεμβρίου. Ημέρα Τρίτη.
Περισσότεροι από χίλιοι άνδρες του Τούρκικου στόλου αποβιβάστηκαν στο νησί αποφασισμένοι να εκτελέσουν την διαταγή του Σουλτάνου, προς τον υποναύαρχο καπετάν Μπέη Καρά Αλή:
«Να κατασταλεί η εξέγερση».
Πρώτα έστειλαν μεσολαβητή στους Προεστούς της πρωτεύουσας - Χώρας και τους ζητούσαν να πείσουν τους κατοίκους να παραδοθούν.
Η απάντηση τους ήταν:
«Δοσίματα δεν έχουμε παρά μονάχα μολύβι και μπαρούτι.
Οι Έλληνες δεν παραδίνονται.»
Μόλις έφυγε ο μεσολαβητής, τα γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι κρύφτηκαν στα γύρω βουνά της Χώρας. Κάποιοι φυγάδεψαν γυναικόπαιδα δια θαλασσής από χωριά που ήταν κοντά στην θάλασσα.
Οι εκπαιδευμένοι άνδρες λάβανε θέση μάχης στο Σταυρί. Ήταν σημείο απ’ το οποίο θα περνούσε ο Τούρκικος στρατός, για να μπει στη Χώρα.
Ο αγώνας ήταν άνισος, ωστόσο οι λιγοστοί Σαμοθρακίτες
σκότωσαν αρκετούς απ´τους πρώτους Τούρκους στρατιώτες και τον σημαιοφόρο τους.
Μεγάλη προσβολή για τους Τούρκους χαμός του σημαιοφόρου.
Έγιναν σαν ανήμερα θηρία.
Οι δικοί μας πολεμιστές λιγόστευαν. Πολεμοφόδια δεν είχαν. Στο τέλος πολεμούσαν με πέτρες και ξύλα. Οι Τούρκοι μπήκαν στην Χώρα. Οι σφαγές και οι καταστροφές επί δυό μήνες, δεν περιγράφονται. Έκαψαν τα χωριά. Τα ρήμαξαν.
Μπήκαν στα σπίτια, σκότωσαν όποιους βρήκαν και κατάστρεψαν τις σοδειές. Δεν γλύτωσαν ούτε κατσίκια, πρόβατα, πουλερικά, αγελάδες, βόδια. Ότι εύρισκαν μπροστά τους το αποκεφάλιζαν. Μπροστά στα μάτια των μανάδων έσφαξαν τα παιδιά και ύστερα τις ίδιες. Πάνω από 3.000 άνθρωποι σφαγιάσθηκαν. Οι δρόμοι έγιναν ποτάμια αίματος με πτώματα.
Πώς να θάψεις τον γονιό σου, το παιδί σου, τον αδερφό σου, τον φίλο σου. Πώς; Πώς;
Το νησί των Μεγάλων Θεών, η όμορφη Σαμοθράκη που ο αγέρας της πάντα μοσχοβολούσε θυμάρι, ρίγανη, μέντα, πεύκο και μυρτιά τώρα.....μύριζε σκοτωμένο αίμα.
Τα εξωκλήσια και η εκκλησία δε γλίτωσαν από την βαρβαρότητά τους. Με λόγχες τρύπησαν τα μάτια των Αγίων. Ποδοπάτησαν τις εικόνες. Στην εκκλησία της Χώρας, έσπασαν την Αγία τράπεζα, πήραν ότι πολύτιμο υπήρχε και με λόγχη έσκισαν το Ιερό Ευαγγέλιο το οποίο κάποιος το πήρε και το φύλαξε.
Εκτίθεται αυτό στο Εθνολογικό μουσείο Αθηνών. Κάτω από αυτό γράφει:
Ιερόν Ευαγγέλιον της νήσου Σαμοθράκης, σχισθέν δια τουρκικού ξίφους κατά την επανάστασιν του 1821.
Επτακόσιους ανθρώπους, τους μάζεψαν στην πλαγιά, «Βαράδι». Τους έκοβαν τα κεφάλια, κλωτσούσαν τα κορμιά και αυτά έπεφταν στην ρεματιά, η οποία από τότε και από τον αριθμό επτακόσια, ονομάστηκε Εφκάς.
Δεν έτρεχε πια καθάριο νερό. Έτρεχε αίμα. Αυτό διέσχισε τα περβόλια, τα χωράφια και έφθανε στην θάλασσα, για να τους θρηνήσει αυτή και
μαζί της να μοιρολογήσουν οι 200 άνθρωποι που έζησαν:
Σήμερα είναι Τρίτη και
πρωτοσταυρινιά
όπου μας εχαλάσαν
οι Τούρκοι τα σκυλιά.
Έκοβαν τα κεφάλια
κλωτσούσαν τα κορμιά
γέμισαν τα σοκάκια
και όλα τα στενά.
Από τότε πέρασαν, παιδί μου, 128 χρόνια και τίποτα δεν ξεχάστηκε από τον άγριο αφανισμό των ανθρώπων μας και το μακελειό που έγινε στο νησί μας.
Τί να πρωτοπώ; Συγκλονιστικές είναι οι ιστορίες γυναικών που προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να πέσουν στα χέρια των αγρίων. Ήταν τόσο άγριος ο χαμός τους, που και η Ιστορία απέφυγε να διασώσει τα ονόματα τους.
Μόνο, για την Κωνσταντία μίλησε η αδερφή της η οποία δεν ζούσε τότε στο νησί. Αργότερα διηγήθηκε, πως άκουσε να λένε ότι Κωνσταντία μόλις είδε τον άνδρα της σκοτωμένο, άρπαξε μαχαίρι και μαχαιρώθηκε.
Αυτά τα κατέγραψε το 1824 ο Γάλλος Pougueville στο βιβλίο του που εκδόθηκε στο Παρίσι.
Βιάστηκε επίσης, από δύο Τούρκους και εσφαγιάσθει μπρος στα μάτια των παιδιών της, η μάνα του
Ήρωα Αγωνιστή του 1821, μα άγνωστου, Καπετάν Καραγιώργη ή Σούσουρα από την Σαμοθράκη.
Η φρίκη του αίματος, της λεηλασίας και του πόνου πυροδότησε το υπέρτατο χρέος του με αγώνες και θυσίες, ενάντια στον ανελέητο κατακτητή, για Ελευθερία.
Η σφαγή στην Σαμοθράκη δεν είχε προηγούμενο.
Το φεγγάρι κρύβονταν πίσω από τα σύννεφα. Δεν άντεχε να βλέπει τον χαλασμό.
Άκουγα την αφήγηση της γιαγιάς μου στην αρχή, σαν παραμύθι. Μα όσο προχωρούσε στεναχωριόμουν. Όταν άκουσα, για τα παιδιά και τις μάνες άρχισα να κλαίω.
Τότε με πήρε αγκαλιά και προσπάθησε να με παρηγορήσει.
Στο μεταξύ ήρθε ο παππούς μου. Σηκώθηκε η γιαγιά, τον υποδέχτηκε και γυρίζοντας προς την μεριά μου είπε:
Μαιρούλα κουράστηκες. Αύριο να έρθεις και θα συνεχίσει ο παππούς σου.
Ο παππούς μου, Βασίλειος Δ. Φαρδύς, είχε γεννηθεί το 1875. Από νέος σημείωνε ότι σημαντικό άκουγε και ότι του έκανε εντύπωση σε ένα μεγάλο σημειωματάριο με πινακιδένια εξώφυλλα. Σ´ αυτό βρήκα πολύ αργότερα την εξής σημείωση:
«Έφυγαν το 1906 Σεπτεμβρίου 20 δια Αμερικήν ο Μαθιός Ν. Χρυσοστόμου και ο Αθανάσιος Παναγιώτου Τερζής, δια να μην υπηρετήσουν στον Οθωμανικόν στρατόν».
Το απόγευμα της άλλης μέρας βρήκα τον παππού μου να με περιμένει. Πάνω στο τραπέζι ήταν ένα «φιλτσάνι» με αχνιστό καφέ. Ανοιχτό το σημειωματάριο και τα γυαλιά του.
Δεν ξέρω είπε,πόσα θα συγκρατήσεις από αυτά που θα ακούσεις, γιατί είσαι μικρή, αλλά αφού θέλεις να μάθεις εγώ «θα πειθαρχήσω», είπε χαμογελώντας.
Το νησί μας πλήρωσε βαρύ τίμημα, για την εξέγερση των κατοίκων της.
Η βαρβαρότητα απέναντι στον άμαχο πληθυσμό δεν σταμάτησε με τις σφαγές και τις καταστροφές. Συνεχίστηκε.
Ο Καρά Αλής γέμισε τα αμπάρια των πλοίων του με γυναικόπαιδα και κομμένα κεφάλια. Κρέμασε και στα κατάρτια κεφάλια αποκεφαλισμένων εις ένδειξη νίκης και υπεροχής.
Τα γυναικόπαιδα πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης και αλλού.
Το τέλος του Καρά Αλή ήρθε 7.6.1822 όταν ο Κωνσταντίνος Κανάρης πυρπόλησε την ναυαρχίδα του.
Από την 1η Σεπτεμβρίου 1821 «έβγαινε» ο ήλιος της Σαμοθράκης όχι, για να ζεστάνει, αλλά για φωτίσει όλες τις απάνθρωπες εικόνες. Ήθελε να μη μείνει τίποτα κρυφό από το ολοκαύτωμα της.
Ο αγέρας μετέφερε τον «θρήνο» έξω από τα Ελληνικά σύνορα.
Έμαθαν, για το ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης και έγραψαν σπουδαίοι ξένοι συγγραφείς, ιστορικοί, ποιητές και ζωγράφισαν οι ζωγράφοι.
Ο παππούς πήρε στα χέρια του το σημειωματάριο, έβαλε τα γυαλιά του κι άρχισε να διαβάζει:
Ο Γάλλος Auguste Vinchon ζωγράφισε την σφαγή της Σαμοθράκης. Με τις πινελιές του έδωσε τον απάνθρωπο και σκοτεινό σκοπό του ολοκαυτώματος του νησιού. Το έργο εκτίθεται στο μουσείο του Λούβρου.
Στο ίδιο μουσείο που βρίσκεται και η Φτερωτή Νίκη της Σαμοθράκης η οποία θυμίζει το αρχαίο Κλέος, το μοναδικό Κάλλος αιωρούμενη στον Χρόνο λεπτοφυής, αιθέρια και αποδεικνύει τον ανεπανάληπτο Πολιτισμό της Σαμοθράκης!!
Το 1822 ο Αμερικανός George Jarvis επισκέφτηκε την Σαμοθράκη και έγραψε: Οι Τούρκοι έχουν καταστρέψει το όμορφο νησί. Πήραν όλα τα βοοειδή. Πολλοί από τους κατοίκους σφαγιάσθησαν και οι άλλοι πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα.
Έγραψαν και άλλοι παιδί μου, είπε ο παππούς. Να τι έγραψαν;
-«Ήταν αδύνατον να υποθέσει κανείς ότι οι Σαμοθρακίτες που σφαγιάσθηκαν είχαν διαπράξει κάποιο έγκλημα που να αξίζει μια τόσο σκληρή τιμωρία...»
-«Οι Τούρκοι κατερήμωσαν ασπλάχνως την νήσον τούτην εν τω υπέρ ανεξαρτησίας αγώνι..»
Αναφορά στην σφαγή της Σαμοθράκης έκανε και ο Τούρκος ιστορικός, Αχμέτ Δζεβέτ Πασάς.
Έμαθα παιδί μου πολλά, για τον αφανισμό της πατρίδας μας και των ανθρώπων της από το βιβλίο του θείου μου Νικολάου Φαρδύ που έγραψε το 1880 και από το βιβλίο που έγραψε ο Ίωνας Δραγούμης το 1909.
Η καταστροφή της πατρίδας μας ήταν ολοκληρωτική. Το νησί που γνώρισε «Πολιτισμό» έγινε τόπος λεηλασίας, θανάτου και ερειπίων. Το αιματηρό γεγονός της «σφαγής» είναι μάλλον μια πτυχή της Ιστορίας του νησιού άγνωστη και λησμονημένη.
Στο ερημωμένο νησί, που μόνο 200 άνθρωποι κατοικούσαν, άρχισαν σιγά σιγά να επιστρέφουν αυτοί που είχαν διαφύγει δια θαλασσής σε άλλα μέρη. Το 1830 ελευθερώθηκαν οι αιχμάλωτοι και άρχισαν να επιστρέφουν στη πατρίδα τους
και το νησί ξανά κατοικήθηκε.
Το 1834 επέστρεψαν και 4 νέοι οι οποίοι είχαν πουληθεί σε οικογένειες Οθωμανών, επομένως υποχρεωτικά εξισλαμίστηκαν. Μαζί τους ήρθε και ο Κύπριος φίλος τους, ο Μιχαήλ.
Έμεναν στο σπίτι του ενός, στη Χώρα. Καλλιεργούσαν τα χωράφια τους και έκαναν μια κανονική ζωή όπως όλοι.
Σημαντική παράμετρος του ολοκαυτώματος ήταν και ο βίαιος εξισλαμισμός αυτών που πουλήθηκαν από οθωμανικές οικογένειες.
Σ´ αυτή την περίπτωση ήταν και τα 5 παλικάρια. Άλλη θρησκεία στα χαρτιά μα στην καρδιά τους ορθόδοξοι χριστιανοί. Η τιμωρία ήταν γνωστή, για αυτούς. ΘΑΝΑΤΟΣ.
Τα παλικάρια ομολογούσαν πως ήταν χριστιανοί και έδιναν τα χριστιανικά τους ονόματα. Γεώργιος, Εμμανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος και Μιχαήλ.
Κάποιοι τους κατέδωσαν στον Καδή. Η έδρα του ήταν στην Μάκρη της Αλεξανδρούπολης μα ήρθε στην Σαμοθράκη, για να μιλήσει ο ίδιος με τα 5 παλικάρια.
Ήταν βράδυ Καθαράς Δευτέρας 1835. Στο σπίτι του Γεώργη Χανού ήταν μαζεμένοι φίλοι και ανάμεσά τους και τα 5 παλικάρια.
Από κει μέσα τους πήραν και τους παρουσίασαν στον Καδή.
Με θάρρος είπαν:
«Να πεθάνουμε, για την πίστη μας. Είμαστε Χριστιανοί»
Εκείνη την νύχτα τους άφησε ελεύθερους.
Μετά το Πάσχα ο
ντελάλης με ένα χωνί στο στόμα, τους καλούσε να παρουσιαστούν.
Τους πήγανε στην Μάκρη. Ο
Καδής τους καταδίκασε σε θάνατο.
Τον έναν ξέσκισαν με ξίφος. Τους άλλους κρέμασαν σε τσιγκέλια και τον μικρότερο τον κρέμασαν σε δένδρο. Έζησε το μαρτύριο του 24 ώρες.
Ήταν Δευτέρα του Θωμά 6.4.1835
Είναι οι πολιούχοι άγιοι του νησιού μας και το σπίτι τους έγινε εκκλησία.
Ο παππούς μου μιλούσε και νόμιζα πως άκουγα μοιρολόι. Μικρό κορίτσι εγώ...
«Κολλήσαν τα χειλάκια μου το ένα με το άλλο
ούτε το αχ μπορώ να πω
ούτε το βαχ να βγάλω».
Πολλές οι απορίες μου, τα γιατί και τα πού;
Το 1989 άνοιξαν αυτοκινητόδρομο μέσα από το πευκοδάσος της Χώρας, πάνω από την Αγία Τριάδα. Κατά την διάνοιξη του δρόμου βρέθηκαν ανθρώπινα οστά.
Είπαν, πως εκεί ήταν θαμμένοι κάποιοι από τους σφαγιασθέντες του 1821.
Ο ιερέας προσευχήθηκε, για την ανάπαυση των ψυχών τους σύμφωνα με την θρησκεία μας.
Οι υπόλοιποι πού είναι;
Βρίσκονται βαθιά μέσα στην μνήμη μου και στην καρδιά μου
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ, ΓΕΝΝΑΙΟΙ, ΑΘΑΝΑΤΟΙ

«Τότε πεθαίνουν οι νεκροί
όταν τους λησμονούνε»

14.3.2021 Αθήνα

*Σταυρινός είναι ο Σεπτέμβριος, με την γιορτή του Σταυρού.
**Σόδειασαν. Μάζεψαν σοδειές-τρόφιμα.

Με εκτίμηση
Μαρία Βερβέρη-Κράουζε