Σηκωνόμαστε πρωί,όσο πιο πρωί γινόταν ,πριν φωνάξει ο κούκος!Οι μοσχοβολιές της Άνοιξης ερχόταν ολούθε. Ψάχναμε μικρά πράσινα καρυδάκια γιατί;Για να μην μας «κουμπώσει» ο κούκος με το λάλημά του, να μη μας γελάσει ο γάιδαρος με το γκάρισμά του!Ένα καρυδάκι το κατάπινες σαν χάπι ,για να αποδιώξεις το κακό, να γίνεις σκληρός και άτρωτος απέναντι στα φθονερά λόγια και στα αδηφάγα μάτια! Και ύστερα έπρεπε να πιάσουμε τον Μάη , παλιότερα κλωνάρια καρυδιάς με μολόχες ανθισμένες ή λεμονόχορτο και αργότερα σαν μπήκε η τηλεόραση στη ζωή μας ,τρέχαμε στο περβόλια μαζεύαμε αγριολούλουδα και φτιάχναμε κι εμείς στεφάνι να το κρεμάσουμε έξω ,πάνω ή στα πλάγια της πόρτας .
Πρωτομαγιά καλή ζωή με καλό φαΐ. Αρνί στη σούβλα περίπου δώδεκα κιλά αναλάμβαναν να το ψήσουν οι άνδρες της παρέας, τότε δεν υπήρχαν ηλεκτρικές σούβλες και ψήνονταν κι αυτοί λιγάκι, από τον ήλιο αλλά και από τα κάρβουνα. Αρνί γεμιστό στον ξυλόφουρνο. Έμπαινε νωρίς το πρωί ,ασφαλιζόταν καλά το μεγάλο σιδερένιο καπάκι και ήταν έτοιμο για το τραπέζι του μεσημεριού. Μέχρι να έρθει η μεγάλη ώρα έφτανες ως εκεί που σκάει το κύμα .Η θάλασσα πάντα γαληνεμένη! Σε προκαλούσε αφού το κύμα χάιδευε την αμμουδιά εκεί στα πόδια σου μπροστά .Έβλεπες γύρω σου πρώτα ,και μετά έδινες μια και σήκωνες τα νερά τόσο, που έβρεχαν τους άλλους ώστε να αποτολμήσουν ένα πρώτο μπάνιο ,γρήγορο πλην όμως θαλασσινό. Θυμάμαι .Δεν μπορεί κάτι θα θύμισα και σε εσένα.