Οι αγρότες που το 2016 έλαβαν επιδοτήσεις κατώτερες των 5.000 ευρώ, οι οποίες αφορούν το εν λόγω έτος, έστω και αν δεν πραγματοποιούν καμία παράδοση αγαθών και παροχή αγροτικών υπηρεσιών εγγράφονται στο ειδικό καθεστώς αγροτών.
Αφορά αγρότες που έκαναν παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και παροχές αγροτικών υπηρεσιών αξίας κατώτερης των 15.000 ευρώ.
Η εν λόγω διευκρίνιση παρέχεται, μεταξύ άλλων, από σχετική εγκύκλιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΠΟΛ.1010/2018, της 16ης Ιανουαρίου 2018) σχετικά με το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ.
Αυτό προκύπτει από το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου στο ειδικό καθεστώς αγροτών, του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000), εντάσσονται οι αγρότες οι οποίοι κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος πραγματοποίησαν προς οποιοδήποτε πρόσωπο παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και παροχές αγροτικών υπηρεσιών αξίας κατώτερης των 15.000 ευρώ και έλαβαν επιδοτήσεις συνολικής αξίας κατώτερης των 5.000 ευρώ. (άρθρο 41 παρ.1 του Κώδικα ΦΠΑ νόμου 2859/2000).
Η Ανεξάρτητη Αρχή παρέχει μεταξύ άλλων και τις ακόλουθες συμπληρωματικές διευκρινίσεις:
2. Εγγραφή στο ειδικό καθεστώς αγροτών του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000)
Στο ειδικό καθεστώς εντάσσονται οι αγρότες οι οποίοι κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος πραγματοποίησαν προς οποιοδήποτε πρόσωπο παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και παροχές αγροτικών υπηρεσιών αξίας κατώτερης των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και έλαβαν επιδοτήσεις συνολικής αξίας κατώτερης των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. (άρθρο 41 παρ.1 του Κώδικα ΦΠΑ ν.2859/2000)
Με βάση το νομικό αυτό πλαίσιο, διευκρινίζεται ότι και οι αγρότες που το έτος 2016 έλαβαν επιδοτήσεις κατώτερες των 5.000 ευρώ που αφορούν το εν λόγω έτος, έστω και αν δεν πραγματοποιούν καμία παράδοση αγαθών και παροχή αγροτικών υπηρεσιών εγγράφονται στο ειδικό καθεστώς αγροτών.
3. Δυνατότητα υπαγωγής των αγροτών της παραγρ. 5 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ, που εντάσσονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς από 1.1.2017, στο καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων του άρθρου 39 του Κώδικα ΦΠΑ.
Από 1.1.2017 σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ προβλέπεται η υποχρεωτική ένταξη των αγροτών στο κανονικό καθεστώς, λόγω άσκησης από μέρους τους άλλης δραστηριότητας για την οποία τηρούνται λογιστικά βιβλία. Επισημαίνεται ότι οι εν λόγω αγρότες μπορούν να επιλέξουν την υπαγωγή τους στο καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων του άρθρου 39 του Κώδικα ΦΠΑ (απαλλασσόμενο καθεστώς), υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν το κριτήριο των ακαθάριστων εσόδων του άρθρου 39 του Κώδικα ΦΠΑ (σύνολο από παραδόσεις
αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και παροχές αγροτικών υπηρεσιών και εσόδων από άλλη δραστηριότητα μέχρι δέκα χιλιάδες 10.000 ευρώ).
Παράδειγμα:
1. Λογιστής που για την δραστηριότητα του λογιστή ήταν στο απαλλασσόμενο καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων του άρθρου 39 του Κώδικα ΦΠΑ, έχει την δυνατότητα να ενταχθεί στο καθεστώς των μικρών επιχειρήσεων του άρθρου 39 και για την αγροτική του δραστηριότητα, εφόσον το σύνολο των εσόδων του (αγροτικά & λογιστικά) δεν ξεπερνούν τις 10.000 ευρώ.
Επίσης πρέπει να διευκρινισθεί ότι για όλες τις κατηγορίες αγροτών που από 1.1.2017 σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ προβλέπεται η υποχρεωτική ένταξή τους στο κανονικό καθεστώς, λόγω άσκησης από μέρους τους άλλης δραστηριότητας για την οποία τηρούνται λογιστικά βιβλία έστω και αν λαμβάνουν μόνο επιδοτήσεις και δεν πραγματοποιούν καμία παράδοση αγροτικών προϊόντων εντάσσονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς.
Παράδειγμα
Γιατρός ή λογιστής το 2016 έλαβε μόνο επιδότηση χωρίς να κάνει καμία πώληση αγροτικών προϊόντων. Από 1.1.2017 εντάσσεται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ και για την αγροτική του δραστηριότητα.
4. Διατήρηση του κατ΄αποκοπή καθεστώτος του άρθρου 40 του Κώδικα ΦΠΑ και ταυτόχρονη υπαγωγή στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ για την αγροτική του δραστηριότητα.
Οι επαγγελματίες του κατ’ αποκοπή καθεστώτος του άρθρου 40 του Κώδικα ΦΠΑ (π.χ αλιείς – φυσικά πρόσωπα- συμπλοιοκτησίες ή κοινωνίες αστικού δικαίου) από 01.01.2015, είναι υπόχρεοι σε τήρηση βιβλίων με δυνατότητα μη ενημέρωσής τους (ΠΟΛ. 1007/2015, άρθρο 2, παρ. 4), καθώς και σε έκδοση στοιχείων, με δυνατότητα απαλλαγής από την υποχρέωση χρήσης φορολογικού μηχανισμού (ΠΟΛ. 1002/31.12.2014, άρθρο 1, παρ. 5.γ΄).
Κατόπιν τούτου οι εν λόγω αλιείς του άρθρου 40 του Κώδικα ΦΠΑ , εφόσον ασκούν και αγροτική δραστηριότητα εμπίπτουν στις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ που προβλέπεται η υποχρεωτική ένταξη των αγροτών στο κανονικό καθεστώς (από 1.1.2017) λόγω άσκησης από μέρους των αγροτών άλλης δραστηριότητας για την οποία τηρούνται λογιστικά βιβλία.
Συνεπώς από 1.1.2017 οι αλιείς του άρθρου 40 του Κώδικα ΦΠΑ υπάγονται παράλληλα για την αγροτική τους δραστηριότητα στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ και για την δραστηριότητα τους ως αλιείς στο ειδικό καθεστώς κατ’ αποκοπή καταβολής ΦΠΑ του άρθρου 40 (σχετ. ΠΟΛ ΑΓΓΔΕ ΠΟΛ.1010/09.01.2015).
Επιπρόσθετα σε σχέση με τα ανωτέρω, και προς άρση κάθε αμφιβολίας, διευκρινίζεται ότι το κατ’ αποκοπή καθεστώς του άρθρου 40 του Κώδικα ΦΠΑ αποτελεί διαφορετικό καθεστώς από το ειδικό καθεστώς αγροτών των άρθρων 41 και 42 του Κώδικα ΦΠΑ, συνεπώς οι επαγγελματίες του κατ’ αποκοπή καθεστώτος του άρθρου 40 του Κώδικα ΦΠΑ δεν είναι αγρότες του ειδικού καθεστώτος των άρθρων 41 και 42 του Κώδικα ΦΠΑ.
Παράδειγμα:
Εκμεταλλευτής σκάφους παράκτιας αλιείας, μήκους μέχρι δώδεκα (12) μέτρων μεταξύ καθέτων, παράλληλα έχει και αγροτική εκμετάλλευση ελιών, για την οποία (μόνο την αγροτική) από 1.1.2017 υπάγεται στο κανονικό καθεστώς. Συνεπώς ο εν λόγω αλιέας την 1.1.2017 για την εκμετάλλευση του σκάφους παράκτιας αλιείας υπάγεται στο κατ΄αποκοπή καθεστώς καταβολής του φόρου του άρθρου 40 και για την άσκηση της εκμετάλλευσης ελιών στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ υποβάλλοντας χωριστά δηλώσεις ΦΠΑ.
5. Τέλος διευκρινίζεται ότι οι αγρότες που εντάσσονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς, λόγω μη πλήρωσης των κριτηρίων της παραγράφου 1 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ, δεδομένου ότι η ένταξη στο κανονικό καθεστώς είναι υποχρεωτική, δεν υπάρχει δέσμευση για παραμονή στο καθεστώς αυτό για τρία (3) χρόνια, αλλά το καθεστώς κρίνεται για κάθε επόμενο φορολογικό έτος με βάση την πλήρωση ή μη των κριτηρίων που τίθενται. Δηλαδή εάν κατά το φορολογικό έτος 2017 ο αγρότης δεν έχει υπερβεί τα όρια που τίθενται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ, μπορεί να ενταχθεί από 1.1.2018 στο ειδικό καθεστώς. Εννοείται ότι εάν, παρότι δεν έχει υποχρέωση, παραμείνει στο κανονικό καθεστώς, μπορεί σε οποιαδήποτε επόμενο φορολογικό έτος να μεταταχθεί στο ειδικό καθεστώς, με την προϋπόθεση βέβαια της πλήρωσης των κριτηρίων που τίθενται.
Παράδειγμα:
Αγρότης το 2017 είχε ενταχθεί υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς, μέσα στο 2017 όμως αν και πραγματοποίησε χονδρικές πωλήσεις αξίας 7.000 ευρώ και παροχές αγροτικών του υπηρεσιών αξίας 3.000 ευρώ και έλαβε επιδοτήσεις 4.000 ευρώ και συνεπώς θα μπορούσε από 1.1.2018 να ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς αγροτών, αυτός παρέμεινε και για το 2018 στο κανονικό καθεστώς. Ο εν λόγω αγρότης και το 2018 πραγματοποιεί χονδρικές πωλήσεις αξίας 6.000 ευρώ και παροχές αγροτικών του υπηρεσιών αξίας 2.000 ευρώ και έλαβε επιδοτήσεις 4.500 ευρώ γεγονός που σημαίνει ότι από 1.1.2019 ο αγρότης αυτός μπορεί να μεταταχθεί στο ειδικό καθεστώς έστω αν και το 2018 είχε παραμείνει από επιλογή στο κανονικό καθεστώς.
Επισημαίνεται ότι στο ανωτέρω παράδειγμα και σε ανάλογες περιπτώσεις που κάποιος παρέμεινε προαιρετικά στο κανονικό καθεστώς ως συνέχεια υποχρεωτικής ένταξης, δεν υφίσταται η υποχρέωση παραμονής για μια τριετία δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή υφίσταται σε περίπτωση προαιρετικής μετάταξης και όχι σε περίπτωση προαιρετικής παραμονής στο κανονικό καθεστώς.
6. Υποχρεώσεις αγροτών ειδικού καθεστώτος
Τέλος για την αποφυγή παρερμηνειών, λαμβάνοντας υπόψη και τα σχετικά ερωτήματα που τίθενται στην Υπηρεσία μας, επισημαίνεται ότι οι αγρότες που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς αγροτών δεν υποχρεούνται στην υποβολή δήλωσης έναρξης εργασιών, η δε εγγραφή τους στο Μητρώο TAXIS αγροτών, μπορεί να πραγματοποιηθεί μέχρι την πρώτη αίτηση επιστροφής με την υποβολή εντύπου Μ0 (άρθρο 36 παρ.8β, άρθρο 41 παραγρ. 12) Κατόπιν τούτου εφόσον οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος δεν υποχρεούνται στην υποβολή δήλωσης έναρξης εργασιών, αλλά με την υποβολή της αίτησης (Μ0) εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς αγροτών, και ως εκ τούτου οι εν λόγω αγρότες δεν υποχρεούνται στην υποβολή δήλωσης διακοπής εργασιών και μπορούν να απενταχθούν από το ειδικό καθεστώς οποτεδήποτε (ανεξαρτήτως του εντύπου που χρησιμοποιείται προς το σκοπό αυτό) χωρίς την επιβολή προστίμου. Είναι αυτονόητο ότι για την απένταξη αυτή πρέπει ο αγρότης να μην έχει λάβει την κατ’ αποκοπή επιστροφή ΦΠΑ για τα έτη που ζητά την απένταξη.
Αναλυτικά οι οδηγίες
Έως 29 Ιανουαρίου ενστάσεις για το Εθνικό Απόθεμα
Λίγες μέρες περιθώριο, μέχρι τις 29 Ιανουαρίου έχουν αγρότες και κτηνοτρόφοι προκειμένου να υποβάλλουν αίτηση αναθεώρησης για τη χορήγηση δικαιωμάτων βασικής ενίσχυσης από το Εθνικό Απόθεμα έτους 2017, σύμφωνα με εγκύκλιο που υπογράφει ο πρόεδρος του ΟΠΕΚΕΠΕ Αθανάσιος Καπρέλης.
Αιτήσεις αναθεώρησης (ενστάσεις), που δεν έχουν υποβληθεί στον ΟΠΕΚΕΠΕ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εγκύκλιο, απορρίπτονται.
Υπενθυμίζεται ότι στην εξόφληση της ενιαίας ενίσχυσης, που ξεκίνησε στις 14 Δεκεμβρίου περιλαμβανόταν και το ποσό των 28,5 εκατ. ευρώ που «έβγαλε» ο Οργανισµός Πληρωµών ως δικαιώµατα βασικής ενίσχυσης από το Εθνικό Απόθεµα για το 2017 σε 30.935 γεωργούς.
Ωστόσο, σύμφωνα με την τότε ανακοίνωση του ΟΠΕΚΕΠΕ, για τη χορήγηση δικαιωμάτων βασικής ενίσχυσης εθνικού αποθέματος 2017, το ποσοστό γραμμικής μείωσης το οποίο απαιτήθηκε τελικώς ανέρχεται σε 2,5%, ενώ στην πληρωμή της προκαταβολής είχε καταρχήν υπολογιστεί σε 4,5%.
Ως εκ τούτου το υπόλοιπο ποσό επιστρέφεται στους δικαιούχους γεωργούς, με αύξηση της συνολικής αξίας των δικαιωμάτων τους κατά 2% κατά τη χορήγηση της εκκαθάρισης της βασικής ενίσχυσης, όπως διευκρινίστηκε.
Βρείτε εδώ τη σχετική εγκύκλιο Καπρέλη με τη Διαδικασία υποβολής αιτήσεων αναθεώρησης για δικαιώματα από το Εθνικό Απόθεμα 2017.pdf
Σύμφωνα με την εγκύκλιο ισχύουν τα εξής:
2. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΟΠΕΚΕΠΕ
1. Ως αρμόδιος φορέας υποβολής των αιτήσεων αναθεώρησης ορίζεται ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ).
2. Τα αιτήματα αναθεώρησης υποβάλλονται σε έντυπη μορφή, χρησιμοποιώντας κατά περίπτωση τα υποδείγματα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, τα οποία έχουν διαμορφωθεί από τον ΟΠΕΚΕΠΕ ειδικά για τον σκοπό αυτό και περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της παρούσας εγκυκλίου. Οι ενδιαφερόμενοι γεωργοί μπορούν να προμηθεύονται τα υποδείγματα από την ιστοσελίδα www.opekepe.gr, από τα κατά τόπους αρμόδια γραφεία του ΟΠΕΚΕΠΕ καθώς και από τα Κέντρα Υποδοχής Δηλώσεων.
3. Το υπόδειγμα συμπληρώνεται από τον ενδιαφερόμενο γεωργό και υπογράφεται. Στη συνέχεια υποβάλλεται στον ΟΠΕΚΕΠΕ, ως την καταληκτική ημερομηνία υποβολής είτε μέσω ταχυδρομείου με συστημένη επιστολή είτε ιδιοχείρως, συνοδευόμενο από τα κατά περίπτωση αποδεικτικά έγγραφα.
4. Η εμπρόθεσμη αποστολή του αιτήματος αναθεώρησης στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. ελέγχεται:
α) βάσει της σφραγίδας του ταχυδρομείου, σε περίπτωση αποστολής με συστημένη επιστολή ή
β) βάσει της ημερομηνίας κατάθεσης στο πρωτόκολλο του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., στην περίπτωση που υποβληθεί ιδιοχείρως
Αιτήσεις αναθεώρησης, που δεν έχουν υποβληθεί στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εν λόγω εγκύκλιο, απορρίπτονται. 5. Η ακρίβεια των στοιχείων του αιτήματος αναθεώρησης βαρύνει τους ίδιους τους δικαιούχους. Σε περίπτωση διαπίστωσης πλαστών στοιχείων κατά την υποβολή του αιτήματος αναθεώρησης θα κινούνται από τον ΟΠΕΚΕΠΕ όλες οι νόμιμες διαδικασίες παραπομπής στη δικαιοσύνη κατά τα οριζόμενα στον ποινικό κώδικα.
3. ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ
Οι γεωργοί μπορούν να υποβάλλουν αίτηση αναθεώρησης εντός 10 ημερολογιακών ημερών από την έκδοση της παρούσας, ήτοι η 29 Ιανουαρίου 2018.
4. ΛΟΓΟΙ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ
Σύμφωνα με την παρούσα εγκύκλιο η αίτηση αναθεώρησης υποβάλλεται αποκλειστικά για τους ακόλουθους λόγους:
i) Μη χορήγηση δικαιωμάτων βασικής ενίσχυσης από το εθνικό απόθεμα λόγω μη πληρότητας των κριτηρίων επιλεξιμότητας (Υπόδειγμα Ι)
ii) Χαρακτηρισμός του γεωργού ως μη ενεργός (Υπόδειγμα ΙΙ)
iii) Ασυμφωνία στον καθορισμό και την κατανομή των εκτάσεων ανά περιφέρεια (Υπόδειγμα ΙΙΙ).