Γιατί λέμε «Χριστός Ανέστη» και «Αληθώς Ανέστη»
Χριστός Ανέστη, αδελφοί μου!
Για σαράντα ημέρες, μετά το Πάσχα και καθημερινά, οι χριστιανοί αντί χαιρετισμού αναφωνούν «Χριστός Ανέστη – Αληθώς Ανέστη».
Στο σημερινό μας άρθρο θα εξετάσουμε, γιατί γίνεται αυτός ο χαιρετισμός μεταξύ των χριστιανών.
Έχουμε αναφέρει ότι σκοπός της ζωής του χριστιανού είναι η θέωσή του, η ένωσή του δηλαδή με τον Θεό που είναι το Φως. Το μόνο που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό, το Φως, ως μεσότοιχο, και που βυθίζει τη ζωή του στο σκοτάδι είναι η αμαρτία.
Ο άνθρωπος, όπως αναφέρει η Αγία Γραφή, ζούσε στον Παράδεισο, μέσα στην χώρα του Φωτός. Ως εντολή από τον Θεό είχε να φτάσει στο καθ’ ομοίωσιν που είναι η θέωσή του. Εκείνος, όμως, με την ανυπακοή που υπέδειξε, αμάρτησε, έχασε δηλαδή το σκοπό και το στόχο του, και έτσι έγινε η μεγάλη του πτώση. Ξέπεσε του Παραδείσου. Ξέπεσε του Φωτός. Ξέπεσε της Ζωής. Αποτέλεσμα ήταν να γεννηθεί για πρώτη φορά ο θάνατος, ο οποίος έκτοτε συνοδεύει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο, αλλά και κάθε πλάσμα επί της γης. Ακόμα και η γη θα γευτεί το θάνατό της, διότι ο άνθρωπος με τη πτώση του παρέσυρε ολόκληρη τη φύση στο θάνατο. Αν έμενε μέσα στον Παράδεισο, θα γευόταν την αθανασία, καθότι θα έφτανε στην ένωσή του με τον Θεό που είναι Αθάνατος και πηγή συνεχούς ζωής.
Η αθανασία γίνεται πλέον για τον άνθρωπο όνειρο απατηλό, διότι με την αμαρτία έχει χωριστεί πλέον από την πηγή της ζωής και της αθανασίας, έχει χωρισθεί από τον Ζωοδότη του. Από την ημέρα που γεννιέται, δεν πορεύεται προς τη ζωή, αλλά αρχίζει ν’ απομακρύνεται απ’ τη ζωή και να μετρά ημέρες πιο κοντά στο θάνατό του. Αυτή είναι η πραγματικότητα και κανένας δεν μπόρεσε επί χιλιάδες χρόνια ν’ ανατρέψει αυτή την κατάσταση. Αυτό, όμως, γέννησε και γεννά θλίψη και πόνο σε κάθε ψυχή που ήλθε για να ζήσει και όχι για να οδηγηθεί προς το θάνατο. Γεννά οδύνη, δάκρυα και σπαραγμό, διότι χωρίζεται ο άνθρωπος χωρίς τη θέλησή του από αγαπημένα του πρόσωπα, γονείς, αδέλφια, παιδιά, φίλους και συγγενείς.
Μα πώς αλλιώς, εξάλλου, θα μπορούσε να γίνει; Δύο πράγματα υπάρχουν: ο Παράδεισος και η Κόλαση. Το ένα είναι η ζωή και το άλλο ο θάνατος. Ο άνθρωπος επέλεξε το δεύτερο, το θάνατο. Έτσι ήδη ζει στην κόλαση, αφού είναι εκτός Παραδείσου. Απλά στην επίγεια ζωή βιώνει την αρχή της κολάσεως. Η πορεία της ζωής μας ομοιάζει με ένα δρόμο που στο τέλος του έχει μια τεράστια φωτιά. Όσο πλησιάζεις τη φωτιά, τόσο αισθάνεσαι στην αρχή τη θερμότητά της, και καθώς εισέρχεσαι σε αυτή, καίγεσαι και υποφέρεις από φρικτούς πόνους. Αυτή είναι η πορεία της ζωής μας.
Αλλά ο Θεός, ως στοργικός και φιλεύσπλαχνος Πατέρας, λυπήθηκε τα παιδιά Του που ως άσωτοι γιοί και θυγατέρες απομακρύνθηκαν απ’ το πατρικό τους σπίτι, τον Παράδεισο, και βιώνουν την κόλαση. Λυπήθηκε ο Πατέρας μας όλους εμάς και αποφάσισε να μας δώσει μια δεύτερη ευκαιρία ενώσεως μαζί Του, που θα αποτελέσει τη σωτηρία μας από τον θάνατο και τα δεινά του, γλιτώνοντάς μας έτσι από την κόλαση και ανοίγοντας μας και πάλι το δρόμο για την επιστροφή μας στον Παράδεισο.
Έτσι, αποφάσισε ο ίδιος ο Θεός να γίνει άνθρωπος, να γίνει όμοιος σε όλα με εμάς, πλην της αμαρτίας. Ήλθε ο Θεός επί της γης, για να σώσει ως Πατέρας τα παιδιά Του από τον πόνο, τη θλίψη και το θάνατο. Ήλθε και μας κάλεσε να επιστρέψουμε στον Παράδεισο, που είναι το πατρικό μας σπίτι, εκεί που ο Ίδιος κατοικεί και είναι η χώρα του Φωτός, της Ζωής και της Αθανασίας. Μας υπέδειξε ότι ο δρόμος που ακολουθούμε, οδηγεί όχι μόνο στην προσωρινή καταστροφή μας και στον προσωρινό θάνατό μας, αλλά οδηγεί στην αιώνια καταστροφή μας και στον αιώνιο θάνατό μας. Μας είπε ότι αν θέλουμε να αποκτήσουμε ξανά τη ζωή και την αθανασία, η λύση είναι μια: η ένωσή μας μαζί Του. Μας υπέδειξε ότι πορευόμαστε σε λάθος δρόμο, γι’ αυτό και βροντοφώναξε ότι «Εγώ ειμί η οδός». Βροντοφώναξε ότι όλοι οι άλλοι μας λένε ψέμματα, μας κοροϊδεύουν και μας εξαπατούν, γι’ αυτό και μας είπε «Εγώ ειμί η αλήθεια και η ζωή». Βροντοφώναξε και μας είπε ότι «Όποιος με ακολουθήσει, δεν θα οδηγηθεί στο θάνατο, αλλά στη ζωή, διότι Εγώ είμαι η Ανάσταση». Όλα δε τα ανωτέρω τα επιβεβαίωνε στο λαό, επιτελώντας σημεία θαυμαστά, τα οποία μαρτυρούσαν του λόγου το αληθές.
Ακούγοντας τα παραπάνω λόγια του Ιησού ξαναγεννήθηκε η ελπίδα στις ψυχές των ανθρώπων. Υπάρχει πλέον σωτηρία. Το είπε ο «Γεσουά», ο Ιησούς δηλαδή, που το όνομά Του σημαίνει «ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία μας», δηλαδή «ο Θεός είναι η μόνη ελπίδα για τη σωτηρία του ανθρώπου». Το είπε ο «Εμμανουήλ», που το όνομά Του σημαίνει «ο Θεός είναι ανάμεσά μας». Είπε ότι όχι μόνο λέει την αλήθεια, αλλά ότι ο Ίδιος είναι η Αλήθεια. Τους είπε ότι «όποιος με ακολουθήσει, θα τον οδηγήσω ξανά στη χώρα του Φωτός» και «ως απόδειξη της αλήθειας που σας λέγω, σας δίνω το εξής σημείο: Γκρεμίσατε το ναό τούτο και Εγώ σε τρεις ημέρες εγερώ αυτόν», δηλαδή, «σκοτώστε αυτό το σώμα και σε τρεις ημέρες θα το αναστήσω. Αυτό σας δίνω ως σημάδι ότι σας λέγω την αλήθεια». Και ο κόσμος που Τον πίστεψε, Τον ακολούθησε.
Το πλήθος του λαού που Τον ακολουθούσε, αλλά και οι εχθροί Του, παρακολουθούσαν βήμα προς βήμα κάθε στιγμή της ζωής Του. Τα γεγονότα τα περιγράφουν τα Ευαγγέλια. Συκοφαντήθηκε, συνελήφθηκε, φυλακίστηκε, υπέστη μαρτύρια, καταδικάστηκε σε θάνατο και μάλιστα σταυρικό. Ήδη τους είχε μιλήσει περί του θανάτου Του. Ήδη τους είχε πει ότι σας δίνω σημείο ότι όσα λέγω είναι η αλήθεια, ότι Εγώ είμαι το Φως, Εγώ είμαι η Ζωή, Εγώ είμαι η Οδός, Εγώ είμαι η Ανάσταση, Εγώ είμαι η Αθανασία. Τώρα όλοι καρτερούν, αγωνιούν και αναμένουν να περάσουν οι τρεις ημέρες. Ακόμη και οι Αρχιερείς φοβούνται ακόμα και νεκρό τον Ιησού. Αγωνιούν γι’ αυτό το τριήμερο και ζητούν από τον Πιλάτο να στείλει ολόκληρη κουστωδία, δηλαδή 16 στρατιώτες Ρωμαίους να φυλάνε τον Τάφο, μη τυχόν και οι μαθητές του Ιησού έλθουν νύχτα και κλέψουν το σώμα Του και διαδώσουν στον λαό ότι ο Ιησούς βγήκε αληθινός και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε.
Τι κι αν φυλάνε όμως το μνήμα Του 16 στρατιώτες; Την τρίτη ημέρα μετά τον θάνατό Του, που ήταν η πρώτη ημέρα μετά το Σάββατο, ο Ιησούς «Ανέστη εκ νεκρών», και άρχισε να εμφανίζεται στους μαθητές Του, στις μυροφόρες, αλλά και σε άλλους 500 ανθρώπους, όπως επιβεβαιώνουν τα Ευαγγέλια.
«Ο Ιησούς Ανέστη», φώναζε ο λαός. «Αληθινά Αναστήθηκε, Τον είδαμε και εμείς», απαντούσαν οι άλλοι. Έτσι το μήνυμα της Αναστάσεως του Χριστού εξαπλώθηκε ξαφνικά σε ολόκληρο το Ισραήλ.
«Ο Χριστός Ανέστη». «Αληθώς Ανέστη». Άρα τα όσα μας δίδαξε και μας είπε είναι η αλήθεια. Είναι η οδός της σωτηρίας μας. Είναι η ζωή μας. Είναι Εκείνος που νίκησε το θάνατο και υποσχέθηκε σε εμάς ότι θα μας αναστήσει όλους εν τη εσχάτη ημέρα.
Ο Χριστός ως νικητής του θανάτου, έγινε η απαρχή των κεκοιμημένων. Γι’ αυτό, όποιος ποθεί να γλιτώσει από τον θάνατο, μια οδός υπάρχει: Όσο ζει, να απομακρύνεται από την αμαρτία που τον χωρίζει από τον Θεό, και που τον εμποδίζει να φτάσει στη θέωσή του. Όποιος ενώνεται με τον Θεό, ήδη έχει την ζωή μέσα του και ο θάνατος δεν μπορεί να τον κυριεύσει.
Εάν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί την τρίτη ημέρα, όπως ο ίδιος το είχε υποσχεθεί, σαν σημάδι της αλήθειας των λόγων Του, τότε όλα όσα δίδαξε κατά την διάρκεια της επίγειας ζωής Του θα γκρεμίζονταν σαν χάρτινος πύργος. Η Ανάστασή Του επιβεβαίωσε τα λόγια Του ως αληθινά, γι’ αυτό και όλοι οι εχθροί Του ανά τους αιώνες πολεμούν την Ανάσταση του Ιησού. Προσπαθούν με χίλιους δύο τρόπους να πείσουν το λαό ότι ο Χριστός δεν ανέστη εκ νεκρών, και τα όσα κήρυξε και δίδαξε ήταν κίβδηλα.
Ο Ιησούς όμως Ανέστη! Το επιβεβαιώνουν τόσοι μάρτυρες της Ανάστασής Του, που έδωσαν ακόμα και τη ζωή τους για να το κηρύξουν παντού. Γι’ αυτό και οι χριστιανοί διαλαλούν το μήνυμα αυτό εις τους αιώνες, φωνάζοντας «ο Χριστός Ανέστη» και η απάντηση προς όλους τους εχθρούς του Ιησού είναι ότι «Αληθώς Ανέστη».
Ο Ιησούς βγήκε αληθινός. Η ελπίδα πήρε ξανά σάρκα και οστά, ο θάνατος καταργήθηκε και μετατράπηκε σε ύπνο, που περιμένει την Ανάσταση, απαρχή της οποίας έγινε ο Ιησούς. Γι’ αυτό και τα νεκροταφεία ονομάζονται κοιμητήρια, διότι δεν φιλοξενούν νεκρούς αλλά κεκοιμημένους.
Ο Χριστός Ανέστη, αδελφοί μου! Καλή Ανάσταση σε όλους εμάς εν τη εσχάτη ημέρα.
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.