Ποιες τσιμπούν και ποιες είναι τελείως ακίνδυνες;
Ας γνωρίσουμε κάποιες από τις μέδουσες που ίσως συναντήσουμε στις ελληνικές θάλασσες:
Η Chrysaora hysoscella είναι γνωστή και ως μέδουσα πυξίδα. Είναι ένα είδος που παρατηρείται περιστασιακά στις ελληνικές θάλασσες. Πρέπει να αποφεύγεται η επαφή γιατί μπορεί να προκαλέσει έντονο ερεθισμό.
Η μέδουσα Cotylorhiza tuberculata, γνωστή και ως σαλούφα, είναι ένα είδος μέδουσας που συναντάται συχνά στις ελληνικές θάλασσες και στη Μεσόγειο. Είναι απολύτως ακίνδυνη για τον άνθρωπο.
Συχνά φιλοξενεί μικρά ψαράκια (όπως σαρδέλες ή γαύρους) που προστατεύονται μέσα στα πλοκάμια της. Παίζει θετικό ρόλο στο θαλάσσιο οικοσύστημα, καθώς φιλτράρει το νερό και συμβάλλει στη διατήρηση της ισορροπίας του πλαγκτού.
Η Rhopilema nomadica είναι ένα είδος που παλαιότερα είχε κατανομή μόνο στον Ινδικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό. Μέσα από τη διώρυγα του Σουέζ, το είδος αυτό έφτασε στα νερά της Μεσογείου τη δεκαετία του 1970, ενώ στις ελληνικές θάλασσες καταγράφηκε για πρώτη φορά το 2006. Είναι ένα είδος που έχει δημιουργήσει προβλήματα λόγω πληθυσμιακών εξάρσεων σε θαλάσσιες περιοχές της νότιας Μεσογείου, π.χ. στο Ισραήλ, κυρίως λόγω του ισχυρού της τσιμπήματος.Η Pelagia noctiluca, γνωστή και ως μωβ μέδουσα, είναι το είδος στο οποίο αποδίδονται οι πιο συχνές εξάρσεις παρουσίας μεδουσών σε ορισμένες περιοχές.Αυτά τα φαινόμενα είναι συνήθως τοπικά και πρόσκαιρα, και παρατηρούνται κυρίως την άνοιξη, το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο. Εμφανίζονται ιδιαίτερα σε περιοχές όπου οι πληθυσμοί των φυσικών της θηρευτών, όπως οι τόνοι, οι θαλάσσιες χελώνες και διάφορα είδη ψαριών, έχουν μειωθεί, κυρίως λόγω υπεραλίευσης.
Η παρουσία της ενισχύεται επίσης από αυξημένες θερμοκρασίες νερού, ήρεμες θαλάσσιες συνθήκες, αλλά και από μεταβολές στα θαλάσσια ρεύματα, οι οποίες μπορούν να τη μεταφέρουν μαζικά προς τις ακτές.
«Οι μέδουσες και ο αχρείαστος θερινός πανικός»
Η οργάνωση Αρχιπέλαγος επισημαίνει στην ίδια ανάρτηση πως για ένα ακόμη καλοκαίρι κοινωνικά δίκτυα και ΜΜΕ προκαλούν υπερβολική ανησυχία σχετικά με «επιδρομές» από «επικίνδυνες» μέδουσες και άλλα «επικίνδυνα» θαλάσσια είδη. Είναι όμως καιρός να αντικαταστήσουμε τις αχρείαστες φοβίες με γνώση, έτσι ώστε να είμαστε λιγότερο ευάλωτοι, αλλά και να μπορούμε να συμβάλλουμε στην προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων.
Όσον αφορά τις μέδουσες, όντως σε ορισμένες περιοχές και χρονικές περιόδους παρατηρείται αύξηση στους πληθυσμούς τους. Ωστόσο, η προβολή του θέματος είναι σαφώς δυσανάλογη σε σχέση με την πραγματική του έκταση. Αν και η κολύμβηση θα πρέπει να αποφεύγεται σε περιοχές με προσωρινές εξάρσεις από συγκεκριμένα είδη μεδουσών, όταν υπάρχουν λίγες μέδουσες, το κολύμπι –ειδικά με τη χρήση μάσκας– είναι απολύτως ασφαλές. Με λίγη προσοχή και κοινή λογική, μπορούμε να αξιολογήσουμε τις συνθήκες. Παρατηρώντας τα θαλάσσια ρεύματα και την κατεύθυνση του ανέμου, μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε ακτές όπου δεν συγκεντρώνονται μέδουσες και να επιλέξουμε σημεία κατάλληλα για ασφαλή κολύμβηση.
Αυτό όμως που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι η πολιτεία επιμένει επί δεκαετίες να μην εφαρμόζει κανένα μέτρο ουσιαστικής αντιμετώπισης της υπεραλίευσης, αλλά και κανένα μέτρο αειφόρου διαχείρισης της αλιείας. Ταυτόχρονα, όλοι μας συμβάλλουμε στην εξάντληση των αλιευμάτων και των θαλάσσιων πόρων ως αλιείς, έμποροι ή καταναλωτές. Αν μας ενδιαφέρει να είναι τα πράγματα καλύτερα την επόμενη χρονιά, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα σήμερα για την αποτελεσματική διαχείριση της αλιείας και αυτό θα έπρεπε να είναι το αντικείμενο της συζήτησης – όχι ο πρόσκαιρος πανικός για τις μέδουσες.
Ας μην ξεχνάμε πως στις θάλασσές μας είμαστε επισκέπτες. Για να παραμείνουμε ασφαλείς, είναι αυτονόητο ότι δεν αγγίζουμε τίποτα που δεν γνωρίζουμε και δεν αφαιρούμε τίποτα από τον βυθό. Με μια μάσκα και λίγη ήρεμη παρατήρηση μπορούμε όχι μόνο να αποφύγουμε πιθανούς κινδύνους, αλλά και να θαυμάσουμε έναν κόσμο γεμάτο ζωή – συχνά άγνωστη και μαγευτική.
Στις ελληνικές θάλασσες με περισσότερα από 18.000 χλμ. ακτογραμμής, ο εντοπισμός και η καταγραφή της θαλάσσιας ζωής είναι πολύ δύσκολα χωρίς τη συμμετοχή των πολιτών.