Στην σελίδα "Ενωμένη Ρωμιοσύνη" υπάρχουν διάφορες αναρτήσεις με αποσπάσματα του βιβλίου “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ: Εις την μνήμη του παραθέτω δύο αναρτήσεις.
γ΄. Νεανικές ἀσκήσεις
Η μητέρα μου ἔκανε μετάνοιες, δεήσεις, προσευχές, νηστεῖες. Ἔτσι γιατρευόμασταν τότε. Ἀπό μικρό, μέ εἶχε μάθει ἡ μαννούλα μου νά τηρῶ τήν τάξη τῆς Ἐκκλησίας, νηστεῖες, μετάνοιες. Μικρό παιδάκι, ἄνοιγα (τήν πόρτα) χωρίς νά μέ παίρνουν εἴδηση στίς 12 μέ 1 (ἡ ὥρα) τό βράδυ καί πήγαινα στήν ἐρημιά. (Ἄλλες φορές) ἔκανα ”Λειτουργίες” μέ τά μικρά παιδάκια. Μέ φώναζαν: ”ὁ παπα–Ἰάκωβος”. Χαρά μου ἦταν νά πῶ τό ”Χριστός Ἀνέστη” καί νά ἠχήση σ᾽ ὅλη τήν πλάση. Πήγαινα σέ ξωκκλήσια. Ἄναβα τά καντήλια, τά περιποιόμουν, σκού-πιζα. Εἶδα τήν ἁγία Παρασκευή. Ἤμουν ἁπλό παιδί. Οὔτε νερό δέν ἔπινα χωρίς τήν εὐχή τῆς μητέρας μου. Πρίν κοινωνήσω φίλαγα τό χέρι τοῦ πατέρα, τῆς μητέρας, (καί σάν στρατιώτης) τοῦ Διοικη-τοῦ μου. ”Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου”.
»Ὅταν ἤμουν νέος, ἔκανα τόσες… μετάνοιες, πο- τέ δέν τίς μετροῦσα. Τώρα πού γέρασα ἔχω καρδιά, ζάλη, πόνους στά πόδια, στά χέρια… Ὅμως, λέω: ”Ἂς πεθάνω ἐκεῖ (στόν ἀγῶνα) ”».
δ΄. «Μικρός ἤμουν εὐσεβής»
Όταν ζοῦσα στόν κόσμο, ἤμουν εὐσεβής, τώρα πού ἔγινα μοναχός δέν εἶμαι.
»Ὅταν ἤμουν παιδί, μέ φώναζαν καί σταύρω-
να τούς ἀρρώστους καί τίς ἑτοιμόγεννες πού δυσκο- λεύονταν νά γεννήσουν.
»Γιά πολλά χρόνια νόμιζα ὅτι οἱ ἱερεῖς εἶναι ἄσαρκοι. Ὅτι κάτω ἀπό τό ράσο τους δέν ἔχουν σάρ- κα καί ὅτι τρέφονται ἀπ᾽ εὐθείας ἀπό τόν οὐρανό».
ε΄. Μητρική παιδαγωγία
Κάποτε, βρῆκα στόν δρόμο μιά χαλασμένη τρι-χιά ἀπό κάποιο γάϊδαρο τριμμένη, πεταμένη, ἄχρηστη καί τήν πῆρα νά παίξω, καί ἡ ἁγία μητέρα μου μέ μάλωσε πολύ!
— Νά πᾶς τήν τριχιά ἐκεῖ πού τήν βρῆκες. Ξένα πράγματα δέν ἀγγίζουμε.
— Μά, ἦταν πεταμένη.
— Ἄς ἦταν, δέν σοῦ ἀνήκει, νά τήν πᾶς.
»Καί τήν πῆγα. Αὐτή ἦταν ἡ μητέρα μου, ἔτσι μᾶς ἔμαθε».
ς΄. «Εἶχα τήν κλίση μου στά ἱερά»
Εγώ, μέ συγχωρεῖτε, ὅταν χάραξα αὐτόν τόν δρόμο ἀπό παιδί, δέν ἔδινα σημασία πού μοῦ λέγανε τά παιδιά “καλόγερο Ἰάκωβο” ἤ ὅτι νά! αὐτό τό παιδί εἶναι ἀπό τούς παλαιούς ἤ ὅτι ὁ Ἰάκωβος εἶναι ἀνίκανος γι᾽ αὐτό θά πάη στό Μοναστήρι. Ἐγώ εἶχα τήν κλίση μου στά ἱερά».
κγ΄. «Φαγητά δέν τρώω»
Έχω πολλές ἀρρώστιες, ἀλλά παρακάλεσα τόν ἅγιο Δαυΐδ νά ἔχω τίς δοκιμασίες αὐτές, ἀλλά νά μοῦ δίνη ὑπομονή, καί νά μήν εἶναι κάτι σοβαρό. Νά μήν ἔχω τίποτα ζάχαρο. Νά μπορῶ νά τρώω δύο φέτες ψωμάκι τήν ἡμέρα, γιατί φαγητά δέν τρώω, μέ συγχωρεῖτε γιά τήν φράση μου, ἀλλά λίγο ψωμάκι τό θέλω. Ἀπό μικρό παιδί ἔτρωγα πάντα τό ψωμάκι. Τοὐλάχιστον νά τρώω δύο φέτες ψωμάκι καί λίγο νεράκι καί τίποτα ἄλλο δέν θέλω. Ἔ! βοήθησε ὁ ἅγιος καί δέν ἔχω τίποτα τό σοβαρό, μόνο αὐτή τήν βραδυκαρδία. Ἀλλά δέν ἀπελπίζομαι καί λέγω, “Δόξα τῷ Θεῷ”. Ὅταν τελειώση ἡ προθεσμία μου, θά φύγω ἀπό αὐτή τήν ζωή. Τοὐλάχιστον νά εἴμαστε κοντά στόν Θεό καί νά μᾶς βρῆ ὁ Θεός ὅπως θέλει».
κδ΄. «Δέν μέ ἀδίκησε ὁ Θεός»
Εξήντα ἕξι χρόνια ζῶ, ποτέ δέν μέ ἀδίκησε ὁ Θε-ός. Μοῦ λέει κάποιος: “Σοῦ ἔδωσε ἀρρώστιες ὁ Θεός, γιατί νά σοῦ τίς δώση, ἀφοῦ πιστεύεις στόν Θεό;”.
»Τί νά κάνουμε; καί Ἐκεῖνος ἔχυσε τό Πανάγιό Του Αἷμα πάνω στόν Σταυρό, τόν καρφώσαμε, εἶπε “διψῶ” καί τοῦ δώσαμε ξύδι μετά χολῆς μεμιγμένον. Ἐγώ, δόξα τῷ Θεῷ, πάω σέ κανέναν γιατρό, παίρνω καί κανένα φάρμακο, Δόξα τῷ Θεῷ, εἶμαι πολύ καλά στό Μοναστήρι μου, στό σπίτι μου ἐδῶ μέσα. Ἐκεῖνος τί ὑπέμεινε γιά μᾶς; Καί οἱ Ἅγιοί μας τόσα πάθανε! Ὁ Θεός δοκιμάζει»
κε΄. Ἄρρωστος νήστευε
Μία Μεγάλη Τεσσαρακοστή, σᾶς ζητῶ συγγνώ-μη γιά τή φράση μου, καί τό λάδι τό νηστεύαμε· καί πῆρα 480 χάπια τό ᾽80, μοῦ δώσανε οἱ γιατροί ἀπό τήν Ἀθήνα, καί δέν ἔπαθα τίποτε. Ποτέ δέν μ᾽ ἀδίκησε ὁ Θεός. Ποτέ δέν μ᾽ ἔβλαψε οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε οἱ παθήσεις, οὔτε τίποτε. Ἀπό παιδί εἶχα συνηθίσει. ”Δόξα τῷ Θεῷ”. Δοξάζω τόν Θεό, μέ συγχωρεῖτε, μ᾽ εὐχαριστεῖ πού ἔρχονται αὐ-τές οἱ ἅγιες ἡμέρες τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Περισσότερο ἀγωνίζονται αὐτοί οἱ χριστιανοί στόν κόσμο. Ἐγώ δέν κάνω τίποτε. Τώρα στό τέλος κοιτάζω τήν ὑγεία μου. Πρῶτα, δέν πήγαινα σέ γιατρό».

