Όσα δεν έσβυσε ο «Χρόνος
Επιθυμώ την πλημμύρα των αναμνήσεων μου, για την ημέρα τ´ Άη Λιά « δόξα νάχ(ει)», να τις μοιραστώ μαζί σας.
Σε ένα καλό τυλιγμένο κουβάρι είναι όλες οι θύμησές μου και η κάθε μία έχει την δική της αρχή.
Παίρνω στα δύο μου δάχτυλά την άκρη μιας κλωστής και την ξετυλίγω.....10 Ιουλίου 1951. Η οικογένειά μου έχει «σηκώσει» όπως κάθε καλοκαίρι στο περιβόλι μας που είναι κοντά στον « Άη Παντελέμονα». Ο φράχτης και η «αμπατή του είναι απανώδρομα» του δρόμου, που αρχίζει από το Σταυρί και συνεχίζει προς το Κφόπετρο, Ξηροπόταμο, Μακρυλιές, Λάκωμα, Δάφνες, Κουρμπέτη και τελειώνει στην περιοχή της Κοιτάδας με τα λιοστάσια.
Στο περιβόλι μας υπάρχουν πολλά δένδρα. Όπως καρυδιές, γλυκόξινη μηλιά, δαμασνιές, πραγουστιές, ασκαμνιές, μια
σ´(υ)κιά, ένα κυπαρίσι, καβάκια(λεύκες) και μια κυδωνιά. Όλα τα δένδρα είχαν ίσιο κορμό λες και είχαν στόχο να ακουμπήσει η κορφή τους τον ουρανό. Μόνο η κυδωνιά διέφερε. Είχε την ρίζα της στην «μπεζούλα» που ήταν απέναντι από το πετρόχτιστο, κεραμιδένιο διόροφο σπίτι μας και ο κορμός της μετά από 2 μέτρα ύψος έγερνε προς την αυλή. Τα κλαδιά της απλώνονταν σαν της «κρεβατίνας», γιαυτό κάτω από αυτά υπήρχε πάντα σκιά.