Γράφει ο Νικόλαος Παπαδιονυσίου
«Ελευθερία» αγαπητοί μου και «μεγαλοθυμία». Μπορείτε να τις απολαύσετε και να τις αισθανθείτε σε όλο τους μεγαλείο. Μπορείτε με το ρόλο του παθητικού θεατή να τις παρακολουθήσετε να κατακερματίζουν τον κοινωνικό ιστό, να ευτελίζουν την ηθική –όχι με τη θεολογική έννοια του όρου-να καταστρέφουν τη γαλήνη της ζωής σας, να δηλητηριάζουν άφοβα τα παιδιά σας.
Ελέω λοιπόν ενός «φιλεύσπλαχνου» και «ανθρωπιστικού» Ποινικού κώδικα μείωση των ποινών τους μπορούν βάσιμα να προσδοκούν όσοι καταδικάστηκαν για εμπορία ναρκωτικών πριν από τον Απρίλιο του 2013 (σε α’ ή β’ βαθμό), αφού με τον επιεικέστερο νόμο 4139/13 διαγράφεται πλέον ο χαρακτηρισμός του δράστη ως «ιδιαίτερα επικίνδυνου», που αποτελούσε «επιβαρυντική περίσταση» και οδηγούσε σε αύξηση της ποινής (έως και ισόβια).
Η «δημοκρατική» λοιπόν κοινωνία μας η οποία είθισται ν’ αναγνωρίζει τα δικαιώματα πάντων άλλων, πλην των θυμάτων, κατήργησε την προαναφερόμενη επισήμανση του νόμου προ του 2013 παύοντας να θεωρεί τους εμπόρους ναρκωτικών ως επικίνδυνους εγκληματίες, κάτι που αυτομάτως θα επιφέρει και μείωση των ποινών τους. Επίσης ο νόμος κατήργησε τις διαζευκτικά προβλεπόμενες επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως αυτή του υπότροπου ή επικίνδυνου δράστη ενεργειών που τελούνται κατά συνήθεια ή με σκοπό να προκληθεί χρήση ναρκωτικών από ανήλικους, κάτι που πάλι επέφερε την ισόβια ποινή κάθειρξης.
Έτσι λοιπόν από εδώ και εμπρός οι έμποροι ναρκωτικών είτε διαθέτουν τα προϊόντα τους σε τόπους συνάθροισης τοξικομανών, είτε έξω από σχολεία και νηπιαγωγεία θα είναι ένα και το αυτό και δεν θα επιβαρύνει διόλου την ποινή της.
Το τελευταίο θα μπορούσαμε να το δούμε και σαν μια ευκαιρία άφοβης πλέον «διεύρυνσης πελατολογίου», που προσφέρει η Πολιτεία στο καρτέλ των ναρκωτικών.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η Πολιτεία, το Ποινικό σύστημα, οι φορείς εξουσίας και διοίκησης, αντί να λάβουν αυστηρότερα μέτρα, αντί να ψηφίσουν σκληρότερους νόμους που να επιφέρουν βαριές και άνευ αναστολής καταδίκες, προκειμένου να αποθαρρύνουν τα κυκλώματα διακίνησης, δείχνοντάς τους ότι το κράτος και σύσσωμη η κοινωνία στέκονται αμείλικτοι και αδυσώπητοι απέναντί τους, τους διευκολύνουν παύοντας να τους χαρακτηρίζουν ως επικίνδυνους εγκληματίες.
Έτσι λοιπόν αυτοί θα μπορούν άφοβα πλέον να συνεχίσουν τις εμπορικές δραστηριότητές τους, δηλητηριάζοντας και καταστρέφοντας νέα παιδιά, δολοφονώντας αθώες νέες υπάρξεις, αφού η ποινή τους σε περίπτωση που θα κληθούν να δώσουν λόγο για τις πράξεις τους δεν θα διαφέρει από αυτή –και ίσως είναι ελαφρύτερη- ενός κοινού πορτοφολά.
Θα τελειώσουμε με μια Ιστορική αναδρομή. Για την Κίνα αυτή την πάλε ποτέ κραταιά αυτοκρατορία, η χρήση ναρκωτικών και συγκεκριμένα του οπίου είχε εξελιχθεί στις αρχές του 20ου αιώνα σε δυσβάστακτη μάστιγα. Η χρήση είχε εξαπλωθεί παντού σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ακόμη και αυτές των ευπόρων και των μανδαρίνων. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες για να καλύψουν το εμπορικό τους ισοζύγιο επέβαλαν στην αχανή Κινέζικη αγορά την εισαγωγή τεραστίων ποσοτήτων οπίου, όπου παρόλο τους δυο πόλεμους που έγιναν ως αντίδραση σε αυτή τους την απόφαση ο Κινέζικος πληθυσμός το δέχθηκε ευνοϊκά. Έτσι λοιπόν απ άκρη σε άκρη η χώρα γέμισε από οπιοποτεία και η Κινέζικη κοινωνία βυθίστηκε σύντομα στην μαλθακότητα, την παρακμή και την διαφθορά. Το όπιο για τις επόμενες δεκαετίες αποτέλεσε το μείζον πρόβλημα. Αποτελούσε ένα σκοτεινό και υφαρπάζοντα θάνατο που έπρεπε ν’ αντιμετωπιστεί με μια ριζική λύση.
Την λύση αυτή έδωσε ο Μαο Τσε Τούνγκ. Έκλεισε τους τεκέδες, συνέλαβε εμπόρους και χρήστες και τους εκτέλεσε χτίζοντας τα κορμιά τους στις προβλήτες του λιμένος της Σαγκάη.
Από τότε και μέχρι σήμερα η Κίνα έχει θεσπίσει σκληρούς και ανηλεείς νόμους κατά των ναρκωτικών που επισύρουν τη θανατική ποινή, όχι μόνο σε εμπόρους, αλλά και σε χρήστες.
Πάντως έλυσε το πρόβλημά της.