Άσχημα νέα φέρνει ο «άνεμος» της κλιματικής αλλαγής σε δύο δημοφιλείς για τη χώρα μας καλλιέργειες. Σύμφωνα με τελευταίες ευρωπαϊκές έρευνες, οι ακραίες καιρικές συνθήκες και οι κλιματολογικές ανωμαλίες αντιπροσωπεύουν ήδη το 40% της συνολικής μεταβλητότητας της παραγωγής σιταριού, ενώ εξίσου μεγάλες είναι οι επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη και στη συγκομιδή σταφυλιών.
Η χειρωνακτική εργασία είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι των καθηκόντων που διέπουν τον αμπελοοινικό κλάδο, καθώς συνιστά την επικρατούσα και, ενίοτε, μόνη εφικτή μέθοδο για την ήπια διαχείριση των ευάλωτων αμπελιών. Σε αυτό το πλαίσιο, ανησυχητικά είναι τα πορίσματα μιας νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Temperature, η οποία διαπιστώνει ότι οι ελαφρές αυξήσεις της θερμοκρασίας στις μεσογειακές περιοχές ενδέχεται να οδηγήσουν σε σημαντική απώλεια παραγωγικότητας και οικονομική ζημιά για τα οινοποιεία.
Οι ερευνητές εξέτασαν την επίδραση των υψηλών θερμοκρασιών στη συνολική παραγωγή και τις εργασιακές επιδόσεις των συλλεκτών σταφυλιών κατά τον τρύγο στην Κύπρο. Εκεί, τον Αύγουστο –στην καρδιά της περιόδου συγκομιδής–, η μέση θερμοκρασία κυμάνθηκε στους 36 βαθμούς Κελσίου. Σύμφωνα με το πόρισμα της έρευνας, οι υψηλότερες καλοκαιρινές θερμοκρασίες συσχετίζονται με σημαντική μείωση της παραγωγικότητας, έως και 27%, λόγω των δυσμενών εργασιακών συνθηκών που δημιούργησε η υπερβολική θερμότητα.
Όπως είναι λογικό, το αυξημένο αίσθημα κόπωσης που ένιωθαν οι εργάτες κάτω από τον καυτό ήλιο, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγικότητάς τους. Ο καθαρός χρόνος εργασίας, κατά τον οποίο οι εργαζόμενοι ήταν σε θέση να εκτελούν αναπόσπαστοι τα καθήκοντά τους, συρρικνώθηκε κατά 15% λόγω της αυξημένης ανάγκης για διαλείμματα.
Δεδομένου ότι η βιομηχανία κρασιού αντιπροσωπεύει το 0,2% του παγκόσμιου ΑΕΠ, οι ερευνητές προειδοποιούν ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλέσει εκτεταμένες απώλειες σε διεθνές επίπεδο. Παράλληλα, το πρόβλημα που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή παραμένει δυσεπίλυτο. «Στη γεωργία, η υπερβολική ζέστη στον χώρο εργασίας είναι δύσκολο να μετριαστεί, καθώς οι πρακτικές τεχνητής ψύξης και σκίασης θα ήταν επιζήμιες για την ανάπτυξη των φυτών. Όμως, οι επιπτώσεις των δυσμενών συνθηκών εργασίας παραμένουν σημαντικές, ιδιαίτερα για τους Ευρωπαίους γεωργούς», τονίζουν οι ερευνητές.
Από την άλλη, μια διαφορετική μέθοδο, για την προσέγγιση των ακριβών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στη μεταβλητότητα της παγκόσμιας και περιφερειακής παραγωγής σιταριού, ακολούθησαν στην έκθεσή τους οι επιστήμονες του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η σχετική μελέτη, με τίτλο «Απώλεια παραγωγής σίτου λόγω κυμάτων καύσωνα, ξηρασίας και υπερβολικής κατανάλωσης νερού σε παγκόσμια, εθνική και υποεθνική κλίμακα», δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Environmental Research Letters». Στο περιεχόμενό της, αναλύεται η επίδραση των θερμοκρασιακών ανωμαλιών και των αυξομειώσεων των υδατικών αποθεμάτων στις απώλειες που βίωσαν οι σιτοκαλλιέργειες σε χρονικό φάσμα 30 ετών, μεταξύ 1980 και 2010.
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα είναι ότι οι υψηλές θερμοκρασίες, εφόσον συνυπάρχουν είτε με υπερβολική ξηρασία είτε με περίσσεια ύδατος από αυξημένες βροχοπτώσεις, ευθύνονται περίπου για το 40% των ετήσιων μεταβολών στις αποδόσεις σίτου. Πιο συγκεκριμένα, σε κάποιες χώρες (π.χ. Γαλλία), το σιτάρι βρέθηκε να είναι περισσότερο ευαίσθητο στις υπερβολικά υγρές συνθήκες. Σε άλλες, το θερμικό άγχος και η ξηρασία ήταν οι σημαντικότεροι ζημιογόνοι παράγοντες για τις απώλειες σοδειάς. Στις μεσογειακές χώρες, όπως η Ελλάδα, η ξηρασία είχε καταστροφικότερη επίδραση στις αποδόσεις σίτου ακόμη και σε σύγκριση με το θερμικό στρες.
Σίγουρα, η επισήμανση ότι το πλεόνασμα νερού επηρεάζει σε κάποιες περιπτώσεις την παραγωγή σίτου περισσότερο και από την ξηρασία, είναι ένα συμπέρασμα που έρχεται σε αντίθεση με τις πλέον διαδεδομένες αντιλήψεις στην αγροτική παραγωγή. Σε συγκεκριμένες περιοχές, οι άκαιρες, υπερβολικές βροχοπτώσεις και η αυξημένη νεφοκάλυψη, ειδικά κατά τη διάρκεια των ευαίσθητων σταδίων για την ανάπτυξη της καλλιέργειας, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη μείωση των αποδόσεων, καθώς συμβάλλουν στην εξάπλωση παρασίτων και ασθενειών και καθιστούν δυσκολότερο για τα φυτά να πάρουν το οξυγόνο και το φως που χρειάζονται.
Το 2010, το σιτάρι αντιστοιχούσε στο 20% επί του συνόλου των θερμίδων που καταναλώθηκαν παγκοσμίως, διατηρώντας σημαντικό μερίδιο στην επισιτιστική ασφάλεια του πλανήτη. Δεδομένου ότι η κλιματική αλλαγή αυξάνει τη διάρκεια, τη συχνότητα και τη σφοδρότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων, σήμερα είναι ακόμα πιο επιτακτικό να ταυτοποιούνται τα αποτελέσματα των μετεωρολογικών συνθηκών και να παρέχονται έγκαιρες προειδοποιήσεις, προκειμένου να διασφαλίζεται η σταθερότητα της αγοράς και η παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια.