Για την Κωνσταντία μαθαίνουμε από την μεγαλύτερη αδελφή της, αγνώστου ονόματος, που πιάστηκε αιχμάλωτη κατά την Καταστροφή της Σαμοθράκης το 1821. Έπειτα οδηγήθηκε σκλάβα στην Σμύρνη για καταλήξει στην Κύπρο όπου κάποια μέρα, τυχαία, ελευθερώθηκε από κάποιο ελληνικό πλοίο, την πήγε στις Σπέτσες κι εκεί αφηγήθηκε την ιστορία της.
Η οικογένεια της Κωνσταντίας είχε καταγωγή την Θράκη και βρέθηκε στην Σαμοθράκη μετά την Οθωμανική κατάκτηση της Βυζαντινή Αυτοκρατορίας, πούλησαν ότι υπάρχοντα είχαν και αγόρασαν ζώα για να τα εκτρέφουν στο νησί όπου εγκαταστάθηκαν. Τα δύο κορίτσια έμειναν ορφανές σε μικρή ηλικία και τις μεγάλωσε κάποιος θείος τους. Η Κωνσταντία αρραβωνιάστηκε με κάποιον Θεόφιλο και είχαν κανονίσει τον γάμο τους. Ένας Οθωμανός, ο Μεχμέτ, που του άρεσε η Κωνσταντία αντέδρασε και προσπάθησε να την κάνει να τον παντρευτεί με την βία.
Όταν έγινε η Οθωμανική απόβαση στο νησί η Κωνσταντία μαζί με τον Θεόφιλο και τον θείο της ταμπουρώθηκαν στο σπίτι της και αντέταξαν άμυνα σκοτώνοντας πολλούς Οθωμανούς. Οι Οθωμανοί τότε έφεραν έναν κανόνι, γκρέμισαν την πόρτα κι εισέβαλαν στο σπίτι, πρώτος σκοτώθηκε ο Θεόφιλος και ο Μεχμέτ εμποδίζει τους υπόλοιπους να σκοτώσουν την Κωνσταντία θέλοντας να τον παντρευτεί. Η Κωνσταντία άρπαξε ένα μαχαίρι και σκοτώνει τον Μεχμέτ, μετά από αυτή την αφήγηση δεν υπάρχει τίποτα άλλο γνωστό για αυτήν, πιθανότατα σκοτώθηκε από τους υπόλοιπους Οθωμανούς.