Υπενθυμίζεται ότι με τη νομοθετική ρύθμιση, η οποία έχει ήδη ψηφιστεί, ορίζεται ότι το Δημόσιο δεν μπορεί πλέον να προβάλλει δικαιώματα κυριότητας σε εκτάσεις που εμφανίζονται στις αεροφωτογραφίες του 1945, ή, εφόσον αυτές δεν είναι ευκρινείς, του 1960, με αγροτική μορφή που δασώθηκαν μεταγενέστερα, ανεξάρτητα από τη μορφή που απέκτησαν αργότερα, εάν δεν θεμελιώνει δικαιώματα κυριότητας βάσει τίτλου ή δεν είναι καταγεγραμμένες ως δημόσια κτήματα. Κατά συνέπεια και πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής που έχουν εκδοθεί για τις ανωτέρω εκτάσεις ανακαλούνται ακόμη και αν τελεσιδίκησαν δικαστικά.
Η ρύθμιση αφορά εκτάσεις, οι οποίες αποδεδειγμένα στο παρελθόν είχαν αγροτική μορφή και δασώθηκαν λόγω εγκατάλειψης. Για τη θεμελίωση δικαιωμάτων κυριότητας των εκτάσεων αυτών από το Δημόσιο δεν αρκεί πλέον η επίκληση του τεκμηρίου της κυριότητάς του που ισχύει επί των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, καθώς στις περιπτώσεις αυτές δεν πρόκειται για ανέκαθεν δάση αλλά για πρώην αγροτικές εκτάσεις οι οποίες δασώθηκαν λόγω εγκατάλειψης της καλλιέργειας τους.
Περίπου 6,9 εκατομμύρια στρέμματα οι δασωμένοι αγροί
Εκτιμάται ότι η συνολική έκταση των δασωμένων αγρών ανέρχεται σε περίπου 6,9 εκατομμύρια στρέμματα. Οι περισσότερες εκτάσεις εντοπίζονται στην Αρκαδία (περίπου μισό εκατομμύριο στρέμματα), στα Ιωάννινα (391.000 στρ.) και τη Μεσσηνία (349.000 στρ.). Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό ποσοστό επί του συνόλου της περιφερειακής ενότητας, εμφανίζει η Λευκάδα με το Μεγανήσι (15%) και ακολουθεί η Αρκαδία (12,5%), η Μεσσηνία (11,7%), η Καστοριά (11,4%) και η Χαλκιδική (10,1%).
Με τη νέα εγκύκλιο επιταχύνεται ακόμα περισσότερο η διαδικασία απόδοσης των εκτάσεων που αποτελούν δασωμένους αγρούς σε ιδιώτες, καθώς προβλέπεται ότι στην περίπτωση που η Κτηματική Υπηρεσία δεν απαντήσει σε εύλογο χρονικό διάστημα, θα διεκπεραιώνεται από την Δασική Υπηρεσία το αίτημα του ενδιαφερομένου «που προβάλλει δικαιώματα κυριότητας επί έκτασης που εμφανίζεται ως ΑΔ στον αναρτημένο ή κυρωμένο δασικό χάρτη, χωρίς την απάντηση της Κτηματικής Υπηρεσίας, εξετάζοντας την τυχόν ύπαρξη τίτλων του Δημοσίου επί της έκτασης ή την τυχόν περιέλευσή της στο Δημόσιο εξ άλλης αιτίας, π.χ. ως κοινόχρηστης ή διαθέσιμης εποικιστικής».
Επιπροσθέτως με τις νέες διευκρινίσεις οι δασικές υπηρεσίες καλούνται ουσιαστικά να μην πραγματοποιούν έρευνα για τους τίτλους του ιδιώτη μέσω του γνωμοδοτικού συμβουλίου δημοσίων κτημάτων. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Η καταγραφή μίας έκτασης ως δημόσιου κτήματος, παρόλο που δεν καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου, δυναμένου του ιδιώτη να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια, αποτελεί τρόπο απόδειξης της κυριότητας του Δημοσίου (ΣτΕ 744/2019) και δεν δύναται να παραβλεφθεί, γι’ αυτό και ορθώς η Εγκύκλιος (του Υπουργείου Οικονομικών) προβλέπει ότι θα πρέπει να εξετάζεται και το πραγματικό γεγονός της τυχόν καταγραφής της υπόψη έκτασης στο βιβλίο δημοσίων κτημάτων. Μη εννοώντας βεβαίως ότι για όσους δασωμένους αγρούς δεν έχουν καταχωρηθεί ως δημόσια κτήματα, θα πρέπει να ακολουθείται η διοικητική διαδικασία διακρίβωσης τυχόν δικαιωμάτων του Δημοσίου του Α.Ν. 1539/1938 (σύνταξη πορίσματος, εξέταση των τίτλων του ιδιώτη από το γνωμοδοτικό συμβούλιο δημοσίων κτημάτων, η οποία δεν εφαρμόζεται επί εκτάσεων υπαγομένων στη δασική νομοθεσία), διότι τούτο θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την ειδική εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 67, και θα αναιρούσε στην πράξη την εφαρμογή της».
Μαρία Λιλιοπούλου - ΕΘΝΟΣ.gr